Η λέξη "inusual" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να περιγράψει κάτι που είναι ασυνήθιστο ή διαφορετικό από το κανονικό. Αντιπροσωπεύει καταστάσεις ή αντικείμενα που δεν βρίσκονται συχνά στην καθημερινότητα ή δεν ακολουθούν τους συνήθεις κανόνες. Χρησιμοποιείται και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο με αρκετή συχνότητα, αν και μπορεί να είναι πιο κοινή σε γραπτές περιγραφές ή αναφορές.
Μετάφραση: "Αυτή η καιρική κατάσταση είναι ασυνήθιστη για αυτή την εποχή του χρόνου."
Η πρόταση: "Su comportamiento fue inusual durante la reunión."
Μετάφραση: "Η συμπεριφορά του ήταν ασυνήθιστη κατά τη διάρκεια της συνάντησης."
Η πρόταση: "Encontré un libro inusual en la biblioteca."
Η λέξη "inusual" δεν είναι τόσο διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε προτάσεις που εκφράζουν έκπληξη ή εντύπωση από κάτι ασυνήθιστο.
Μετάφραση: "Έκανε κάτι ασυνήθιστο που εξέπληξε όλους."
Η πρόταση: "Es inusual ver este tipo de arte en la calle."
Μετάφραση: "Είναι ασυνήθιστο να βλέπεις αυτό το είδος τέχνης στον δρόμο."
Η πρόταση: "El inusual silencio en la habitación fue preocupante."
Η λέξη "inusual" προέρχεται από τη σύνθεση της πρόθεσης "in-" (όπως στα ελληνικά "μη", "α") και της λέξης "usual" που σημαίνει "συνηθισμένος". Έτσι, το "inusual" περιγράφει κάτι που δεν είναι συνηθισμένο.
atípico (ανώμαλος)
Αντώνυμα: