Inutilizar είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή (IPA): /inutiliˈθaɾ/
Η λέξη inutilizar αναφέρεται στη διαδικασία που καθιστά κάτι άχρηστο ή ανίκανο να χρησιμοποιηθεί. Χρησιμοποιείται συχνά σε στρατηγικά ή τεχνικά συμφραζόμενα για αναφορά σε υλικά ή συσκευές που έχουν χάσει την αποτελεσματικότητά τους ή δεν είναι πλέον λειτουργικά. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι μέτρια, συνήθως προτιμάται σε γραπτό κείμενο, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί στον προφορικό λόγο σε κατάλληλο πλαίσιο.
Ο εχθρός προσπάθησε να αχρηστέψει τη λειτουργία της πυροβολαρχίας μας.
La falta de mantenimiento puede inutilizar el equipo.
Η λέξη inutilizar δεν είναι συνηθισμένη σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί σε κάποιες φράσεις που εκφράζουν απώλεια ή αποτυχία. 1. Inutilizarse en el campo de batalla significa el fin de cualquier estrategia. - Η αχρήστευση στο πεδίο της μάχης σημαίνει το τέλος κάθε στρατηγικής.
Η λέξη inutilizar προέρχεται από το ιταλικό "inutilizzare", το οποίο αποτελείται από το πρόθεμα "in-" (που δηλώνει το αντίθετο) και τη ρίζα "util" (χρήσιμος), προερχόμενη από το λατινικό "utilis".
Συνώνυμα: - Desactivar (να αποσυνδέσει) - Deshabilitar (να απενεργοποιήσει)
Αντώνυμα: - Utilizar (να χρησιμοποιήσει) - Activar (να ενεργοποιήσει)