inutilizar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
DICLIB.COM
AI-based language tools

inutilizar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Inutilizar είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή (IPA): /inutiliˈθaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικά

Σημασία και Χρήση της Λέξης

Η λέξη inutilizar αναφέρεται στη διαδικασία που καθιστά κάτι άχρηστο ή ανίκανο να χρησιμοποιηθεί. Χρησιμοποιείται συχνά σε στρατηγικά ή τεχνικά συμφραζόμενα για αναφορά σε υλικά ή συσκευές που έχουν χάσει την αποτελεσματικότητά τους ή δεν είναι πλέον λειτουργικά. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι μέτρια, συνήθως προτιμάται σε γραπτό κείμενο, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί στον προφορικό λόγο σε κατάλληλο πλαίσιο.

Παραδειγματικές Προτάσεις

  1. El enemigo intentó inutilizar nuestra artillería.
  2. Ο εχθρός προσπάθησε να αχρηστέψει τη λειτουργία της πυροβολαρχίας μας.

  3. La falta de mantenimiento puede inutilizar el equipo.

  4. Η έλλειψη συντήρησης μπορεί να καταστήσει άχρηστο τον εξοπλισμό.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη inutilizar δεν είναι συνηθισμένη σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί σε κάποιες φράσεις που εκφράζουν απώλεια ή αποτυχία. 1. Inutilizarse en el campo de batalla significa el fin de cualquier estrategia. - Η αχρήστευση στο πεδίο της μάχης σημαίνει το τέλος κάθε στρατηγικής.

  1. Un error puede inutilizar el esfuerzo de todo un equipo.
  2. Ένα λάθος μπορεί να αχρηστέψει την προσπάθεια ολόκληρης της ομάδας.

Ετυμολογία

Η λέξη inutilizar προέρχεται από το ιταλικό "inutilizzare", το οποίο αποτελείται από το πρόθεμα "in-" (που δηλώνει το αντίθετο) και τη ρίζα "util" (χρήσιμος), προερχόμενη από το λατινικό "utilis".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Desactivar (να αποσυνδέσει) - Deshabilitar (να απενεργοποιήσει)

Αντώνυμα: - Utilizar (να χρησιμοποιήσει) - Activar (να ενεργοποιήσει)



23-07-2024