invadir - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

invadir (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "invadir" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): /inˈbiðiɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "invadir" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη της εισβολής σε κάποιον χώρο ή περιοχή, είτε σε στρατιωτικό είτε σε κυριολεκτικό ή μεταφορικό επίπεδο. Χρησιμοποιείται συχνά στην καθημερινή γλώσσα, κυρίως σε γραπτά κείμενα αλλά και σε προφορική συνομιλία. Είναι χαρακτηριστικό ότι αναφέρεται με συχνότητα σε ειδήσεις ή αναλύσεις σχετικά με επιθέσεις ή κατακτητικούς πολέμους.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Los soldados decidieron invadir el país vecino.
    Οι στρατιώτες αποφάσισαν να εισβάλουν στη γειτονική χώρα.

  2. La plaga de insectos podría invadir los cultivos.
    Η πληγή από τα έντομα θα μπορούσε να εισβάλει στις καλλιέργειες.

  3. Es inaceptable invadir la privacidad de otros.
    Είναι απαράδεκτο να εισβάλεις στην ιδιωτικότητα των άλλων.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Ετυμολογία

Η λέξη "invadir" προέρχεται από τα λατινικά "invadere," το οποίο σημαίνει "εισβάλλω" ή "καταλαμβάνω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Atacar (επιτίθεμαι) - Conquistar (κατακτώ) - Ocupado (καταλαμβάνω έναν χώρο)

Αντώνυμα: - Retirar (αποσύρω) - Aceptar (αποδέχομαι) - Evitar (αποφεύγω)



22-07-2024