Το "invadir" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): /inˈbiðiɾ/
Η λέξη "invadir" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη της εισβολής σε κάποιον χώρο ή περιοχή, είτε σε στρατιωτικό είτε σε κυριολεκτικό ή μεταφορικό επίπεδο. Χρησιμοποιείται συχνά στην καθημερινή γλώσσα, κυρίως σε γραπτά κείμενα αλλά και σε προφορική συνομιλία. Είναι χαρακτηριστικό ότι αναφέρεται με συχνότητα σε ειδήσεις ή αναλύσεις σχετικά με επιθέσεις ή κατακτητικούς πολέμους.
Los soldados decidieron invadir el país vecino.
Οι στρατιώτες αποφάσισαν να εισβάλουν στη γειτονική χώρα.
La plaga de insectos podría invadir los cultivos.
Η πληγή από τα έντομα θα μπορούσε να εισβάλει στις καλλιέργειες.
Es inaceptable invadir la privacidad de otros.
Είναι απαράδεκτο να εισβάλεις στην ιδιωτικότητα των άλλων.
Invadir el espacio personal:
Invasión de la intimidad que no es aceptable.
(Εισβολή στον προσωπικό χώρο.)
Αυτή η έκφραση χρησιμοποιείται για να περιγράψει την παραβίαση του προσωπικού χώρου κάποιου.
Invadir un lugar:
Acción de ocupar un sitio sin autorización.
(Εισβολή σε ένα μέρος.)
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος καταλαμβάνει έναν χώρο χωρίς άδεια ή πρόσκληση.
Invadir con amor:
Acto de mostrar cariño sin límites.
(Εισβολή με αγάπη.)
Αυτή η φράση είναι πιο μεταφορική και υποδηλώνει την εκδήλωση αγάπης χωρίς περιορισμούς.
Η λέξη "invadir" προέρχεται από τα λατινικά "invadere," το οποίο σημαίνει "εισβάλλω" ή "καταλαμβάνω".
Συνώνυμα: - Atacar (επιτίθεμαι) - Conquistar (κατακτώ) - Ocupado (καταλαμβάνω έναν χώρο)
Αντώνυμα: - Retirar (αποσύρω) - Aceptar (αποδέχομαι) - Evitar (αποφεύγω)