Το "invalidar" είναι ρήμα.
Μέσω του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA), η φωνητική μεταγραφή είναι: /inβiˈlaɾ/
Η λέξη "invalidar" χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία κατά την οποία ένα έγγραφο, μια απόφαση ή μια κατάσταση χάνει την εγκυρότητά της ή καθίσταται ανενεργή. Στο νομικό πλαίσιο, μπορεί να αναφέρεται στην ακύρωση ενός συμβολαίου ή στην αναιτία μιας νομικής πράξης.
Συχνότητα χρήσης: Η λέξη "invalidar" χρησιμοποιείται συχνά στον γραπτό λόγο, κυρίως σε νομικά έγγραφα ή άρθρα που σχετίζονται με τη νομολογία, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο.
"El juez decidió invalidar el contrato por falta de firma."
(Ο δικαστής αποφάσισε να ακυρώσει τη σύμβαση λόγω έλλειψης υπογραφής.)
"El nuevo reglamento podría invalidar las decisiones anteriores."
(Ο νέος κανονισμός θα μπορούσε να αναιρέσει τις προηγούμενες αποφάσεις.)
"Es posible invalidar una prueba si no se presentan las condiciones necesarias."
(Είναι δυνατόν να απορριφθεί μια απόδειξη αν δεν πληρούνται οι απαραίτητες προϋποθέσεις.)
Η λέξη "invalidar" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες συχνά συνδέονται με νομικές διαδικασίες ή την έννοια της ακύρωσης.
"Invalidar un testamento"
(Ακυρώνω μια διαθήκη)
Χρησιμοποιείται για να αναφερθεί στην αναιτία ή στην ακύρωση μιας διαθήκης.
"Invalidar las pruebas"
(Ακυρώνω τις αποδείξεις)
Σημαίνει ότι οι αποδείξεις δεν είναι έγκυρες ή δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν.
"El acuerdo se invalidó automáticamente"
(Η συμφωνία ακυρώθηκε αυτόματα)
Η έκφραση παραπέμπει σε μια κατάσταση όπου η συμφωνία έχει ανακληθεί χωρίς περαιτέρω ενέργειες.
"Invalidar la discusión"
(Ακυρώνω τη συζήτηση)
Χρησιμοποιείται για να πει κάποιος ότι κάτι που έχει ειπωθεί δεν είναι πλέον έγκυρο ή σχετικό.
Η λέξη "invalidar" προέρχεται από το λατινικό "invalidare", όπου "in-" σημαίνει "όχι" και "validus" σημαίνει "έγκυρος". Έτσι, η λέξη υποδηλώνει την έννοια της "μη εγκυρότητας".
Συνώνυμα: - Anular - Cancelar - Desestimar
Αντώνυμα: - Validar - Aceptar - Ratificar