Η λέξη "invalidez" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /inβa.li.ðeθ/ (στη διεθνή φωνητική αλφαβήτα)
Η λέξη "invalidez" αναφέρεται στην κατάσταση ή την ιδιότητα κάποιου που δεν μπορεί να ασκήσει τις φυσικές ή ψυχικές του ικανότητες όπως οι άλλοι, είτε λόγω ασθένειας, είτε λόγω ατυχήματος. Χρησιμοποιείται κυρίως σε νομικό και κοινωνικό πλαίσιο για να δηλώσει την αναπηρία ενός ατόμου αναφορικά με τη δυνατότητά του να εργάζεται ή να λειτουργεί πλήρως στην κοινωνία.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι υψηλή, ειδικά σε κείμενα που σχετίζονται με την ιατρική, την οικονομία και το δίκαιο. Χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να συναντηθεί και σε προφορικές συνομιλίες, ειδικά σε επαγγελματικές ή νομικές συζητήσεις.
"Η αναπηρία μπορεί να είναι προσωρινή ή μόνιμη."
"En algunos países, la invalidez da derecho a ciertas prestaciones."
"Σε ορισμένες χώρες, η αναπηρία δίνει δικαίωμα σε ορισμένες παροχές."
"Es importante reconocer la invalidez de las personas para crear una sociedad inclusiva."
Η λέξη "invalidez" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που αποτυπώνουν κοινωνικές και νομικές αναφορές στην αναπηρία.
"Η αναπηρία που προκύπτει είναι μια μορφή αναπηρίας που επηρεάζει την ποιότητα ζωής."
"Es fundamental apoyar a personas con invalidez para que tengan acceso a oportunidades laborales."
"Είναι θεμελιώδες να υποστηρίξουμε άτομα με αναπηρία ώστε να έχουν πρόσβαση σε ευκαιρίες εργασίας."
"La invalidez temporal, a veces, puede ser motivo de baja médica."
"Η προσωρινή αναπηρία, μερικές φορές, μπορεί να είναι λόγος ιατρικής αναρρωτικής άδειας."
"En el ámbito jurídico, la invalidez de un contrato puede llevar a conflictos legales."
Η λέξη "invalidez" προέρχεται από τον ισπανικό πρόθεμα "in-" (που σημαίνει "όχι") και τη λέξη "validez" (που σημαίνει "έγκυρο" ή "ικανότητα"). Έτσι, κυριολεκτικά μεταφράζεται ως "μη ικανότητα".
Συνώνυμα: - incapacidad (ανικανότητα) - discapacidad (αναπηρία)
Αντώνυμα: - validez (ικανότητα) - capacidad (ικανότητα)