Η φράση "invalidez del contrato" είναι ουσιαστική.
/inβal̪iˈðes ðel konˈtɾato/
Η φράση "invalidez del contrato" αναφέρεται στην κατάσταση όπου μια σύμβαση ή συμφωνία είναι νομικά άκυρη ή δεν μπορεί να επιβληθεί. Αυτό μπορεί να συμβεί για διάφορους λόγους, όπως η έλλειψη νομικής ικανότητας, η απάτη, ή η έλλειψη απαραίτητων στοιχείων σύμφωνα με το νόμο. Η έννοια αυτή είναι σημαντική σε νομικά κείμενα και σε πεδία της οικονομίας.
Στη γλώσσα των Ισπανικών, αυτή η φράση χρησιμοποιείται κυρίως σε νομικά και οικονομικά πλαίσια. Είναι πιο κοινή στον γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να χρησιμοποιείται και σε συζητήσεις σχετικά με νομικές διαφορές.
Η αχρηστία της σύμβασης μπορεί να οδηγήσει σε νομικές συνέπειες.
Es importante verificar la invalidez del contrato antes de firmarlo.
Είναι σημαντικό να ελέγξετε την ακυρότητα του συμβολαίου πριν το υπογράψετε.
La facultad de declarar la invalidez del contrato corresponde a un juez.
Η φράση "invalidez del contrato" εμφανίζεται σε αρκετές νομικές και ιδιωματικές εκφράσεις:
"Να δηλωθεί η αχρηστία της σύμβασης λόγω υλικού λάθους."
"La invalidez del contrato no afecta a las partes involucradas."
"Η ακυρότητα της σύμβασης δεν επηρεάζει τα εμπλεκόμενα μέρη."
"Evitar la invalidez del contrato es crucial en negociaciones."
"Η αποφυγή της αχρηστίας της σύμβασης είναι κρίσιμη στις διαπραγματεύσεις."
"La invalidez del contrato puede ser impugnada en tribunal."
Η λέξη "invalidez" προέρχεται από το πρόθεμα "in-" το οποίο σημαίνει "όχι" ή "χωρίς" και τη ρίζα "validez", που σημαίνει "validity" ή "ισχύς". "Contrato" προέρχεται από το λατινικό "contractus", το οποίο σημαίνει "σύμβαση" ή "συμφωνία".
nulidad (μη ισχύς)
Αντώνυμα:
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολιστική εικόνα της φράσης "invalidez del contrato", καθώς και πλαισίωση της χρήσης της στη γλώσσα Ισπανικών.