invariable - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

invariable (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Invariable είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

/ĩmˈβɛɾjɑɲe/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση της λέξης

Η λέξη invariable σημαίνει κάτι που δεν αλλάζει, παραμένει σταθερό ή δεν υπόκειται σε αλλαγές. Χρησιμοποιείται σε διάφορες περιστάσεις, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, συχνά σε τεχνικά ή επιστημονικά κείμενα. Η συχνότητα χρήσης είναι μέτρια, με περισσότερη παρουσία σε γραπτές μορφές.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El clima en esta región es invariable durante todo el año.
  2. Ο καιρός σε αυτήν την περιοχή είναι αμετάβλητος καθ' όλη τη διάρκεια του έτους.

  3. Sus principios son invariables y siempre se mantiene firme en ellos.

  4. Οι αρχές του είναι αμετάβλητες και πάντα παραμένει πιστός σε αυτές.

  5. Este procedimiento debe ser invariable para asegurar la calidad.

  6. Αυτή η διαδικασία πρέπει να είναι αμετάβλητη για να διασφαλιστεί η ποιότητα.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη invariable δεν είναι πολύ συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν μερικοί τρόποι με τους οποίους μπορεί να χρησιμοποιηθεί.

  1. Esa regla es invariable en todos los casos.
  2. Αυτή ο κανόνας είναι αμετάβλητος σε όλες τις περιπτώσεις.

  3. Nuestro compromiso con la calidad es invariable.

  4. Η δέσμευσή μας για την ποιότητα είναι αμετάβλητη.

  5. Las tradiciones son invariables en esta comunidad.

  6. Οι παραδόσεις είναι αμετάβλητες σε αυτήν την κοινότητα.

  7. La naturaleza tiene sus leyes invariables.

  8. Η φύση έχει τους αμετάβλητους νόμους της.

Ετυμολογία

Η λέξη invariable προέρχεται από την ένωση του προθέματος "in-" που σημαίνει "μη" και της λέξης "variable", που σημαίνει "μεταβλητός". Έτσι, σχηματίζεται η έννοια του "μη μεταβλητού".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - constante - estable - fijo

Αντώνυμα: - variable - cambiante - inconstante



23-07-2024