Invasor είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /inβaˈsoɾ/
Η λέξη "invasor" αναφέρεται σε άτομο ή στρατιωτική δύναμη που εισβάλλει σε ξένη χώρα ή περιοχή. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει στρατιωτικές επιθέσεις αλλά και σε πιο γενικούς όρους για αναφορώμενες ενέργειες εισβολής. Αναγνωρίζεται σε διάφορα συμφραζόμενα, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά έχει πιο συχνή χρήση στο γραπτό πλαίσιο.
El invasor tomó el control de la ciudad.
(Ο εισβολέας κατέκτησε την πόλη.)
Los invasores enfrentaron mucha resistencia.
(Οι εισβολείς αντιμετώπισαν μεγάλη αντίσταση.)
La historia está llena de relatos de invasores famosos.
(Η ιστορία είναι γεμάτη από διηγήματα διάσημων εισβολέων.)
Η λέξη "invasor" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις στη διάρκεια των ετών, συνήθως σχετιζόμενη με στρατηγικές ή επιθετικές καταστάσεις.
“El invasor siempre encuentra una débil muralla.”
(Ο εισβολέας πάντα βρίσκει έναν αδύναμο τοίχο.)
“El invasor no pide permiso.”
(Ο εισβολέας δεν ζητά άδεια.)
“Vivir bajo la amenaza del invasor es aterrador.”
(Το να ζεις υπό την απειλή του εισβολέα είναι τρομακτικό.)
“En tiempos de guerra, el invasor es temido por todos.”
(Σε καιρούς πολέμου, ο εισβολέας είναι φοβισμένος από όλους.)
“La estrategia del invasor es crucial para el éxito de la misión.”
(Η στρατηγική του εισβολέα είναι κρίσιμη για την επιτυχία της αποστολής.)
Η λέξη "invasor" προέρχεται από το λατινικό "invasor", που σημαίνει "αυτός που εισβάλλει", και προέρχεται από το ρήμα "invadere" που σημαίνει "να εισβάλω".
Συνώνυμα: - Conquistador (κατακτητής) - Intruso (εισβολέας, παράνομος)
Αντώνυμα: - Defensor (υπερασπιστής) - Protector (προστάτης)