Η λέξη "invencible" είναι επίθετο.
[imˈβen.θi.βle] (στην καστιλιανική προφορά)
Η λέξη "invencible" σημαίνει κάτι ή κάποιον που δεν μπορεί να ηττηθεί ή να νικηθεί. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει άτομα, ομάδες ή καταστάσεις που είναι πολύ ανθεκτικές και δύσκολες να ξεπεραστούν. Σε γενικές γραμμές, η λέξη έχει μια θετική χροιά σχετική με τη δύναμη και την ικανότητα. Χρησιμοποιείται συνήθως στον προφορικό λόγο και στα γραπτά κείμενα, αν και οι φράσεις που περιέχουν αυτή τη λέξη συχνά εμφανίζονται σε πιο δραματικά ή επιβλητικά πλαίσια.
El guerrero se consideraba invencible en la batalla.
(Ο πολεμιστής θεωρούσε ότι ήταν αήττητος στη μάχη.)
Su fe era tan fuerte que se sentía invencible ante cualquier desafío.
(Η πίστη της ήταν τόσο ισχυρή που αισθανόταν ανίκητη μπροστά σε οποιαδήποτε πρόκληση.)
Η λέξη "invencible" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά, οι οποίες συνήθως επικεντρώνονται σε θετικά χαρακτηριστικά ή επιτεύγματα. Παρακάτω αναφέρονται ορισμένες φράσεις:
Sentirse invencible en la vida.
(Να αισθάνεσαι ανίκητος στη ζωή.)
Una mente invencible puede superar cualquier obstáculo.
(Ένα αήττητο μυαλό μπορεί να ξεπεράσει οποιοδήποτε εμπόδιο.)
El equipo se mostró invencible durante toda la temporada.
(Η ομάδα εμφανίστηκε ανίκητη κατά τη διάρκεια της σεζόν.)
Con su talento, es invencible en el escenario.
(Με το ταλέντο της, είναι αήττητη στη σκηνή.)
Las ideas invencibles perduran en el tiempo.
(Οι αήττητες ιδέες αντέχουν στο χρόνο.)
Un espíritu invencible puede cambiar el mundo.
(Ένα ανίκητο πνεύμα μπορεί να αλλάξει τον κόσμο.)
Η λέξη "invencible" προέρχεται από το λατινικό "invincibilis", που σημαίνει "αδύνατο να νικηθεί". Το λατινικό "vincere" σημαίνει "να νικηθεί". Η σύνθεσή της με το πρόθεμα "in-" δείχνει negation (άρνηση).
Συνώνυμα: - indomable - inquebrantable
Αντώνυμα: - vencible (νικημένος) - derrotable (ηττημένος)