Ρήμα
/inβenˈtaɾ/
Η λέξη "inventar" σημαίνει τη διαδικασία δημιουργίας ή εφεύρεσης ενός νέου πράγματος ή ιδέας που δεν υπήρχε προηγουμένως. Χρησιμοποιείται συχνά για να αναφερθεί σε εφευρέσεις ή νέες ιδέες σε διάφορους τομείς, όπως η τεχνολογία, η τέχνη και η επιστήμη. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι υψηλή, τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο.
Αυτός θέλει να εφεύρει μια μηχανή που να βοηθά τις ηλικιωμένες.
Siempre ha soñado con inventar un nuevo tipo de automóvil.
Δεν χρειάζεται να εφεύρεις την ρόδα, απλώς ακολούθησε τις οδηγίες.
Inventar excusas
Πάντα εφευρίσκει δικαιολογίες για να μην πάει στη δουλειά.
No hay que inventar problemas
Δεν πρέπει να δημιουργείς προβλήματα όπου δεν υπάρχουν.
Inventar un cuento
Η λέξη "inventar" προέρχεται από το λατινικό "invenire", που σημαίνει "να βρω" ή "να ανακαλύψω". Η ρίζα της σχετίζεται με την ιδέα της ανακάλυψης και της δημιουργίας.
Αυτή είναι η λεπτομερής παρουσίαση της λέξης "inventar" στα Ισπανικά.