Το "inventario" είναι ουσιαστικό.
/i.mbenˈta.ɾjo/
Η λέξη "inventario" αναφέρεται σε μια λίστα ή καταγραφή των αντικειμένων, προμηθειών ή περιουσιακών στοιχείων που διαθέτει μια επιχείρηση ή οργανισμός. Χρησιμοποιείται συνήθως στον τομέα της επιχειρηματικότητας και των οικονομικών, αλλά και σε άλλους τομείς όπως η διαχείριση αποθεμάτων και ο νόμος. Συχνά χρησιμοποιείται σε γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να συναντηθεί και στον προφορικό λόγο, κυρίως όταν συζητούνται νομικά ή οικονομικά θέματα.
Η λέξη "inventario" χρησιμοποιείται αρκετά συχνά, κυρίως σε γραπτά κείμενα όπως εκθέσεις, επιχειρηματικά σχέδια και νομικά έγγραφα.
Το απόθεμα της επιχείρησης πρέπει να ανανεώνεται κάθε τρίμηνο.
Hicimos un inventario de los bienes muebles antes de la mudanza.
Κάναμε μια απογραφή των κινητών αγαθών πριν από τη μετακόμιση.
El inventario es esencial para gestionar eficientemente los recursos.
Η λέξη "inventario" χρησιμοποιείται επίσης σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις:
Να κάνεις απογραφή της ζωής (να αναλογιστείς τις εμπειρίες και τα επιτεύγματά σου).
Cerrar el inventario.
Να κλείσεις τον απολογισμό (να ολοκληρώσεις τις οικονομικές καταγραφές).
Tener un inventario variado.
Να έχεις ποικιλόμορφη απογραφή (να διαθέτεις ποικιλία σε προϊόντα ή υπηρεσίες).
El inventario no miente.
Ο απολογισμός δεν ψεύδεται (η πραγματικότητα φαίνεται από τα δεδομένα ή τον λογαριασμό).
Inventario en la mente.
Η λέξη "inventario" προέρχεται από το λατινικό "inventarium", που σημαίνει "κατάλογος" ή "καταγραφή". Το στοιχείο "in" υποδηλώνει "μέσα" και το "venire" σημαίνει "να έρχεται".
Συνώνυμα: - Catálogo (κατάλογος) - Registro (καταγραφή) - Lista (λίστα)
Αντώνυμα: - Despiece (διαχωρισμός) - Desinventario (αφαίρεση από τον απολογισμό) - Pérdida (απώλεια)