inventario - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

inventario (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "inventario" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/i.mbenˈta.ɾjo/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "inventario" αναφέρεται σε μια λίστα ή καταγραφή των αντικειμένων, προμηθειών ή περιουσιακών στοιχείων που διαθέτει μια επιχείρηση ή οργανισμός. Χρησιμοποιείται συνήθως στον τομέα της επιχειρηματικότητας και των οικονομικών, αλλά και σε άλλους τομείς όπως η διαχείριση αποθεμάτων και ο νόμος. Συχνά χρησιμοποιείται σε γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να συναντηθεί και στον προφορικό λόγο, κυρίως όταν συζητούνται νομικά ή οικονομικά θέματα.

Συχνότητα χρήσης

Η λέξη "inventario" χρησιμοποιείται αρκετά συχνά, κυρίως σε γραπτά κείμενα όπως εκθέσεις, επιχειρηματικά σχέδια και νομικά έγγραφα.

Παράδειγμα προτάσεων

  1. El inventario de la empresa debe actualizarse trimestralmente.
  2. Το απόθεμα της επιχείρησης πρέπει να ανανεώνεται κάθε τρίμηνο.

  3. Hicimos un inventario de los bienes muebles antes de la mudanza.

  4. Κάναμε μια απογραφή των κινητών αγαθών πριν από τη μετακόμιση.

  5. El inventario es esencial para gestionar eficientemente los recursos.

  6. Η απογραφή είναι απαραίτητη για να διαχειρίζεσαι αποτελεσματικά τους πόρους.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "inventario" χρησιμοποιείται επίσης σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Hacer inventario de la vida.
  2. Να κάνεις απογραφή της ζωής (να αναλογιστείς τις εμπειρίες και τα επιτεύγματά σου).

  3. Cerrar el inventario.

  4. Να κλείσεις τον απολογισμό (να ολοκληρώσεις τις οικονομικές καταγραφές).

  5. Tener un inventario variado.

  6. Να έχεις ποικιλόμορφη απογραφή (να διαθέτεις ποικιλία σε προϊόντα ή υπηρεσίες).

  7. El inventario no miente.

  8. Ο απολογισμός δεν ψεύδεται (η πραγματικότητα φαίνεται από τα δεδομένα ή τον λογαριασμό).

  9. Inventario en la mente.

  10. Απογραφή στο μυαλό (να έχεις σαφή γνώση και αναγνώριση των σκέψεών σου ή των συναισθημάτων σου).

Ετυμολογία

Η λέξη "inventario" προέρχεται από το λατινικό "inventarium", που σημαίνει "κατάλογος" ή "καταγραφή". Το στοιχείο "in" υποδηλώνει "μέσα" και το "venire" σημαίνει "να έρχεται".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Catálogo (κατάλογος) - Registro (καταγραφή) - Lista (λίστα)

Αντώνυμα: - Despiece (διαχωρισμός) - Desinventario (αφαίρεση από τον απολογισμό) - Pérdida (απώλεια)



22-07-2024