Η λέξη "invento" είναι ουσιαστικό και ρήμα.
/inˈβen.to/
Στη γλώσσα Ισπανικά, η λέξη "invento" σημαίνει "εφεύρεση" ή "δημιουργία" όταν χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό και αναφέρεται σε μια νέα ιδέα ή προϊόν που έχει εφευρεθεί. Όταν χρησιμοποιείται ως ρήμα, σημαίνει "εφευρίσκω" ή "δημιουργώ". Η συχνότητά του είναι υψηλή, καθώς χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορους τομείς, είτε στον προφορικό είτε στον γραπτό λόγο, κυρίως σε επιστημονικά και τεχνολογικά συμφραζόμενα.
El invento de la rueda cambió la historia.
(Η εφεύρεση του τροχού άλλαξε την ιστορία.)
Siempre debemos apoyar el invento de nuevas tecnologías.
(Πάντα πρέπει να υποστηρίζουμε την εφεύρεση νέων τεχνολογιών.)
Miguel trabaja en un invento que podría mejorar la agricultura.
(Ο Μιγέλ εργάζεται σε μια εφεύρεση που θα μπορούσε να βελτιώσει τη γεωργία.)
Η λέξη "invento" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:
Hacer un invento de la nada
(Να κάνεις μια εφεύρεση από το πουθενά.)
(Αυτή η φράση αναφέρεται στην ικανότητα να δημιουργείς κάτι νέο και χρήσιμο χωρίς προφανή πόρους.)
Inventar una historia
(Να εφεύρουμε μια ιστορία.)
(Αυτή η φράση χρησιμοποιείται συχνά όταν κάποιος λέει μια ιστορία που δεν είναι αληθινή.)
No es un invento, es la realidad
(Δεν είναι εφεύρεση, είναι η πραγματικότητα.)
(Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι που φαίνεται απίστευτο είναι στην πραγματικότητα αληθινό.)
El inventor de sueños
(Ο εφευρέτης των ονείρων.)
(Αυτή η φράση αναφέρεται σε κάποιον που έχει μεγάλη φαντασία ή δημιουργικότητα.)
Η λέξη "invento" προέρχεται από το λατινικό "inventus", το οποίο σημαίνει "να βρεις" ή "να δημιουργήσεις".
Συνώνυμα:
- Creación (δημιουργία)
- Innovación (καινοτομία)
Αντώνυμα:
- Copia (αντίγραφο)
- Reproducción (αναπαραγωγή)