Η λέξη "inventor" είναι ουσιαστικό.
/ɪnˈvɛntər/
Η λέξη "inventor" αναφέρεται σε ένα άτομο που είναι υπεύθυνο για την εφεύρεση ή την ανάπτυξη μιας νέας ιδέας, συσκευής ή μεθόδου. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται συχνά σε επιστημονικά και τεχνολογικά κείμενα, καθώς και στη γενική ομιλία για να περιγράψει άτομα που έχουν φέρει αξιόλογες καινοτομίες. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, ειδικά στις εκθέσεις ή στα άρθρα σχετικά με την τεχνολογία και την ιστορία των εφευρέσεων.
Ο εφευρέτης της λάμπας ήταν ο Θόμας Έντισον.
Cada inventor tiene su propio método de trabajo.
Κάθε εφευρέτης έχει τη δική του μέθοδο εργασίας.
Los inventores de hoy están cambiando el mundo con sus ideas.
Η λέξη "inventor" συχνά χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Αυτή η έκφραση αναφέρεται σε κάποιον που έχει δημιουργικές και φιλόδοξες ιδέες.
Inventor de su propio destino.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που έχει την ικανότητα να καθορίζει το μέλλον του.
Ser el inventor del juego.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι ο αρχηγός ή ο πρωτοπόρος σε μια δραστηριότητα.
Inventar nuevas maneras de resolver problemas.
Αναφέρεται στην δημιουργική σκέψη που απαιτείται για την επίλυση θεμάτων.
Un inventor siempre busca la innovación.
Η λέξη "inventor" προέρχεται από τα λατινικά inventor, που σημαίνει "αυτός που βρίσκει" ή "αυτός που εφευρίσκει" και έχει τις ρίζες της στο invenire, που σημαίνει "να βρίσκω" ή "να ανακαλύπτω".
Αυτή η δομή παρέχει εκτενείς πληροφορίες για τη λέξη "inventor" στα Ισπανικά και την εφαρμογή της στους τομείς γενικών και νομικών συζητήσεων.