Ουσιαστικό
inβeɾˈsjonista pɾiˈβaðo
Ελληνικά: Ιδιωτικός επενδυτής
Η λέξη "inversionista privado" στα Ισπανικά αναφέρεται σε έναν ιδιώτη που επενδύει χρήματα σε διάφορα οικονομικά έργα ή επιχειρήσεις. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, συνήθως στον τομέα των οικονομικών.
Ο ιδιωτικός επενδυτής αποφάσισε να διαφοροποιήσει το χαρτοφυλάκιο των επενδύσεών του.
Encontrar un inversionista privado dispuesto a respaldar el proyecto no fue fácil.
Δεν υπάρχουν ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη "inversionista privado".
Η λέξη "inversionista" προέρχεται από το ρήμα "invertir" που σημαίνει "να επενδύσει", ενώ η λέξη "privado" σημαίνει "ιδιωτικός".