Η λέξη "inversor" είναι ένα ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "inversor" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA) είναι:
[inβeɾˈsoɾ]
Η λέξη "inversor" στα Ισπανικά αναφέρεται σε κάποιον ή κάτι που πραγματοποιεί επενδύσεις, συνήθως χρημάτων, σε διάφορες μορφές περιουσιακών στοιχείων, όπως μετοχές, ακίνητα ή άλλες επιχειρηματικές προσπάθειες. Χρησιμοποιείται συχνά στον τομέα των οικονομικών και των επιχειρήσεων.
Η λέξη χρησιμοποιείται με σχετικά υψηλή συχνότητα στους τομείς της οικονομίας και των επενδύσεων, περισσότερα στον γραπτό λόγο, αλλά είναι επίσης συνηθισμένη στον προφορικό λόγο ειδικά σε οικονομικές συζητήσεις.
El inversor decidió diversificar su portafolio de inversiones.
Ο επενδυτής αποφάσισε να διαφοροποιήσει το χαρτοφυλάκιο επενδύσεών του.
El inversor estaba preocupado por la volatilidad del mercado.
Ο επενδυτής ήταν ανήσυχος για τη μεταβλητότητα της αγοράς.
Un buen inversor siempre investiga antes de tomar decisiones.
Ένας καλός επενδυτής πάντα ερευνά πριν πάρει αποφάσεις.
Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη "inversor" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που αναφέρονται σε επενδύσεις και χρηματοοικονομικά:
Ο inversor ángel decidió apoyar al startup.
Ο άγγελος επενδυτής αποφάσισε να στηρίξει την startup.
Inversor institucional
(Θεσμικός επενδυτής) - αναφέρεται σε εταιρείες ή οργανισμούς που επενδύουν κεφάλαια.
Los inversores institucionales aportaron una gran parte del capital.
Οι θεσμικοί επενδυτές συνεισέφεραν μεγάλο μέρος του κεφαλαίου.
Inversor estratégico
(Στρατηγικός επενδυτής) - αναφέρεται σε επενδυτές που επενδύουν με μακροπρόθεσμες στρατηγικές στους τομείς που είναι σημαντικοί για την επιχείρησή τους.
Η λέξη "inversor" προέρχεται από το ρήμα "invertir", που σημαίνει "επενδύω", με την προσθήκη της προθήκης "-or", η οποία δηλώνει το πρόσωπο που εκτελεί μια ενέργεια.