Η λέξη "investidura" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: [inβes.tiˈðu.ɾa]
Η "investidura" χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία ή την πράξη της ανάθεσης μιας θέσης ή ενός αξιώματος, συχνά σε κυβερνητικό ή πολιτικό πλαίσιο. Στη γλώσσα των νόμων και της πολιτικής, αναφέρεται στην επίσημη διαδικασία που προηγείται της έναρξης των καθηκόντων ενός πολιτικού ή δημόσιου λειτουργού. Η χρήση της είναι συχνότερη στο γραπτό πλαίσιο, αν και απαντάται επίσης σε προφορικές συζητήσεις, κυρίως σε επίσημες αναφορές ή ενημερώσεις για κυβερνητικές θέσεις.
La investidura del nuevo presidente fue muy esperada por la sociedad.
(Η επένδυση του νέου προεδρεύοντος ήταν πολύ αναμενόμενη από την κοινωνία.)
Durante la investidura, se pronunció un discurso sobre los cambios necesarios en el país.
(Κατά τη διάρκεια του διορισμού, εκφωνήθηκε μια ομιλία σχετικά με τις απαραίτητες αλλαγές στη χώρα.)
Η "investidura" συχνά χρησιμοποιείται σε πολιτικά και νομικά συμφραζόμενα. Ακολουθούν μερικές ιδιωματικές εκφράσεις που την περιλαμβάνουν:
La investidura de un líder es un momento histórico para cualquier nación.
(Η επένδυση ενός ηγέτη είναι μια ιστορική στιγμή για κάθε έθνος.)
La ceremonia de investidura se llevará a cabo en el parlamento.
(Η τελετή του διορισμού θα διεξαχθεί στο κοινοβούλιο.)
Es importante que la investidura sea transparente y justa.
(Είναι σημαντικό η ανάθεση να είναι διαφανής και δίκαιη.)
La investidura marca el comienzo de un nuevo gobierno.
(Η επένδυση σηματοδοτεί την αρχή μιας νέας κυβέρνησης.)
La investidura de los nuevos ministros se espera para la próxima semana.
(Η ανάθεση των νέων υπουργών αναμένεται για την επόμενη εβδομάδα.)
Η λέξη "investidura" προέρχεται από το λατινικό "investitura", που σημαίνει "επένδυση" ή "ανάθεση ενός αξιώματος". Συνδέεται με το ρήμα "investir", που σημαίνει "επενδύω".
Συνώνυμα: - nominación (διορισμός) - asignación (ανάθεση)
Αντώνυμα: - destitución (καθαίρεση) - renuncia (παραίτηση)