investigación internacional (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Μέρος του λόγου
Η λέξη investigación είναι ουσιαστικό στον ενικό αριθμό.
Φωνητική μεταγραφή
Φωνητική μεταγραφή: [inbestiɣaˈθjon]
Χρήση στα Ισπανικά
Η λέξη "investigación" χρησιμοποιείται συχνά στα Ισπανικά, τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, κυρίως για να αναφερθεί στη διερεύνηση ή έρευνα σε διάφορα πεδία, συμπεριλαμβανομένου του νόμου.
Μεταφράσεις
investigación: έρευνα
búsqueda internacional: διεθνής έρευνα
examen global: παγκόσμια διερεύνηση
Ιδιωματικές εκφράσεις
abrir una investigación: ανοίγω μια έρευνα
poner en investigación: βάζω υπό έρευνα
cerrar la investigación: κλείνω την έρευνα
Ετυμολογία
Η λέξη "investigación" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "investigare", που σημαίνει "να εξετάσω, να διερευνήσω".