Το "investigar" είναι ρήμα στη γλώσσα Ισπανικά.
Η φωνητική μεταγραφή του "investigar" είναι [inβestiˈɣaɾ].
Η λέξη "investigar" σημαίνει τη διαδικασία της έρευνας ή της ανακάλυψης πληροφοριών σχετικά με ένα εν λόγω θέμα, συμβάν ή κατάσταση. Η χρήση της είναι κοινή και στα τρία πεδία: γενικά, νομικά και στρατιωτικά. Χρησιμοποιείται συχνά στον γραπτό λόγο καθώς και στον προφορικό, με ελαφρώς μεγαλύτερη συχνότητα στο γραπτό λόγω της επίσημης φύσης της.
Οι ντετέκτιβ πρέπει να ερευνήσουν το έγκλημα.
Es importante investigar las causas del accidente.
Είναι σημαντικό να ερευνήσουμε τα αίτια του ατυχήματος.
La policía está investigando el caso desde hace meses.
Το "investigar" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στη γλώσσα Ισπανικά.
Είναι απαραίτητο να ερευνήσουμε σε βάθος πριν λάβουμε μια απόφαση.
Investigar por su cuenta
Αυτή αποφάσισε να ερευνήσει το ζήτημα μόνη της.
Investigar en detalle
Θα ερευνήσουμε λεπτομερώς τα προηγούμενα της υπόθεσης.
Investigar a alguien
Η λέξη "investigar" προέρχεται από το λατινικό "investigāre", το οποίο σημαίνει "να ερευνώ" ή "να αναζητώ". Η ρίζα της λέξης σχετίζεται με την αναζήτηση πληροφοριών ή την εξερεύνηση μιας κατάστασης.
Αυτές οι πληροφορίες συνθέτουν μια πλήρη εικόνα για τη λέξη "investigar" στα Ισπανικά και τη χρήση της σε διαφορετικά συμφραζόμενα.