Ρήμα
/ɪn.vesˈtiɾ/
Η λέξη "investir" στα Ισπανικά σημαίνει τη διαδικασία του να βάλεις χρήματα ή πόρους σε μια επιχείρηση, έργο ή εκστρατεία με σκοπό την ανάκτηση ή αύξηση της αξίας στο μέλλον. Χρησιμοποιείται συχνά στον οικονομικό τομέα και στη χρηματοπιστωτική, αλλά και στην καθημερινή γλώσσα, ειδικά όταν μιλάμε για επενδυτικές ευκαιρίες.
Η λέξη χρησιμοποιείται σχεδόν εξίσου στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, ειδικά σε συζητήσεις για οικονομικά ή επιχειρηματικά θέματα.
Es importante invertir en educación.
(Είναι σημαντικό να επενδύουμε στην εκπαίδευση.)
Decidí invertir en acciones de tecnología.
(Αποφάσισα να επενδύσω σε μετοχές τεχνολογίας.)
A largo plazo, es más beneficioso invertir en bienes raíces.
(Μακροπρόθεσμα, είναι πιο ωφέλιμο να επενδύεις σε ακίνητα.)
Η λέξη "invertir" εμφανίζεται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Invertir tiempo y esfuerzo.
(Να επενδύσεις χρόνο και προσπάθεια.)
→ Αυτή η φράση υποδηλώνει τη σημαντικότητα της αφοσίωσης σε κάτι.
Invertir en el futuro.
(Να επενδύεις στο μέλλον.)
→ Αυτό σημαίνει να κάνεις επιλογές και να παίρνεις αποφάσεις που θα αποδώσουν στο μέλλον.
Invertir en el conocimiento.
(Να επενδύεις στη γνώση.)
→ Αναφέρεται στην αξία της εκπαίδευσης και της προσωπικής ανάπτυξης.
No se puede invertir sin arriesgar.
(Δεν μπορείς να επενδύσεις χωρίς να ρισκάρεις.)
→ Αυτή η έκφραση υπογραμμίζει την ανάγκη να αντιμετωπίζεις ρίσκα σε κάθε επένδυση.
Invertir sabiamente.
(Να επενδύεις σοφά.)
→ Ξεκινά μιλώντας για την ανάγκη για έξυπνες και στρατηγικές επενδύσεις.
Invertir en acciones con precaución.
(Να επενδύεις σε μετοχές με προσοχή.)
→ Αυτή η φράση αφορά την πιεστική ανάγκη περίσκεψης κατά την επένδυση, ειδικά στην χρηματοδότηση.
Η λέξη "invertir" προέρχεται από τη λατινική λέξη "invertere", που σημαίνει "να γυρίσεις προς τα πίσω" ή "να αντιστρέψεις". Σημασιολογικά έχει αναπτυχθεί για να γίνει αναφορά στη διαδικασία τοποθέτησης πόρων με σκοπό την ανάπτυξη και την αύξηση.
Συνώνυμα: - invertir capital (επενδύω κεφάλαιο) - gastar (ξοδεύω, σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να έχει παρόμοια μεταφορική σημασία).
Αντώνυμα: - desinvertir (να αποεπενδύσεις) - retirar (να αποσύρεις).