investir - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

investir (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα

Φωνητική Μεταγραφή

/ɪn.vesˈtiɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "investir" στα Ισπανικά σημαίνει τη διαδικασία του να βάλεις χρήματα ή πόρους σε μια επιχείρηση, έργο ή εκστρατεία με σκοπό την ανάκτηση ή αύξηση της αξίας στο μέλλον. Χρησιμοποιείται συχνά στον οικονομικό τομέα και στη χρηματοπιστωτική, αλλά και στην καθημερινή γλώσσα, ειδικά όταν μιλάμε για επενδυτικές ευκαιρίες.

Συχνότητα χρησιμοποίησης

Η λέξη χρησιμοποιείται σχεδόν εξίσου στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, ειδικά σε συζητήσεις για οικονομικά ή επιχειρηματικά θέματα.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Es importante invertir en educación.
    (Είναι σημαντικό να επενδύουμε στην εκπαίδευση.)

  2. Decidí invertir en acciones de tecnología.
    (Αποφάσισα να επενδύσω σε μετοχές τεχνολογίας.)

  3. A largo plazo, es más beneficioso invertir en bienes raíces.
    (Μακροπρόθεσμα, είναι πιο ωφέλιμο να επενδύεις σε ακίνητα.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "invertir" εμφανίζεται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:

  1. Invertir tiempo y esfuerzo.
    (Να επενδύσεις χρόνο και προσπάθεια.)
    → Αυτή η φράση υποδηλώνει τη σημαντικότητα της αφοσίωσης σε κάτι.

  2. Invertir en el futuro.
    (Να επενδύεις στο μέλλον.)
    → Αυτό σημαίνει να κάνεις επιλογές και να παίρνεις αποφάσεις που θα αποδώσουν στο μέλλον.

  3. Invertir en el conocimiento.
    (Να επενδύεις στη γνώση.)
    → Αναφέρεται στην αξία της εκπαίδευσης και της προσωπικής ανάπτυξης.

  4. No se puede invertir sin arriesgar.
    (Δεν μπορείς να επενδύσεις χωρίς να ρισκάρεις.)
    → Αυτή η έκφραση υπογραμμίζει την ανάγκη να αντιμετωπίζεις ρίσκα σε κάθε επένδυση.

  5. Invertir sabiamente.
    (Να επενδύεις σοφά.)
    → Ξεκινά μιλώντας για την ανάγκη για έξυπνες και στρατηγικές επενδύσεις.

  6. Invertir en acciones con precaución.
    (Να επενδύεις σε μετοχές με προσοχή.)
    → Αυτή η φράση αφορά την πιεστική ανάγκη περίσκεψης κατά την επένδυση, ειδικά στην χρηματοδότηση.

Ετυμολογία

Η λέξη "invertir" προέρχεται από τη λατινική λέξη "invertere", που σημαίνει "να γυρίσεις προς τα πίσω" ή "να αντιστρέψεις". Σημασιολογικά έχει αναπτυχθεί για να γίνει αναφορά στη διαδικασία τοποθέτησης πόρων με σκοπό την ανάπτυξη και την αύξηση.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - invertir capital (επενδύω κεφάλαιο) - gastar (ξοδεύω, σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να έχει παρόμοια μεταφορική σημασία).

Αντώνυμα: - desinvertir (να αποεπενδύσεις) - retirar (να αποσύρεις).



23-07-2024