inviable είναι επίθετο.
/imbiˈaɾle/
Η λέξη inviable χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί ή να επιτευχθεί λόγω περιορισμών ή αδυναμιών. Στην ιατρική, μπορεί να αναφέρεται σε καταστάσεις ή θεραπείες που δεν είναι εφικτές ή βιώσιμες. Η χρήση της είναι σχετικά συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, κυρίως σε επαγγελματικά ή επιστημονικά συμφραζόμενα.
El tratamiento era considerado inviable para su condición.
(Η θεραπεία θεωρείτο μη βιώσιμη για την κατάστασή του.)
La cirugía resulta inviable debido a los riesgos involucrados.
(Η επέμβαση είναι ανέφικτη λόγω των εμπλεκόμενων κινδύνων.)
Η λέξη inviable δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε κάποιες φράσεις που εκφράζουν την έννοια της αδυναμίας ή της μη δυνατότητας.
A veces, los planes son inviables desde el principio.
(Κάποιες φορές, τα σχέδια είναι μη βιώσιμα από την αρχή.)
Cuando el presupuesto es limitado, muchas ideas se vuelven inviables.
(Όταν ο προϋπολογισμός είναι περιορισμένος, πολλές ιδέες γίνονται ανέφικτες.)
En la evaluación médica, algunas opciones de tratamiento se consideran inviables.
(Στην ιατρική αξιολόγηση, ορισμένες επιλογές θεραπείας θεωρούνται μη βιώσιμες.)
Η λέξη inviable προέρχεται από το λατινικό inviabilis, που σημαίνει "μη δυνατό" ή "μη βιώσιμο".
Συνώνυμα: - inviable: μη βιώσιμος - impracticable: ανέφικτος
Αντώνυμα: - viable: βιώσιμος - factible: εφικτός