inviable - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

inviable (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του Λόγου

inviable είναι επίθετο.

Φωνητική Μεταγραφή

/imbiˈaɾle/

Επιλογές Μετάφρασης για Ελληνικά

Σημασία και Χρήση

Η λέξη inviable χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί ή να επιτευχθεί λόγω περιορισμών ή αδυναμιών. Στην ιατρική, μπορεί να αναφέρεται σε καταστάσεις ή θεραπείες που δεν είναι εφικτές ή βιώσιμες. Η χρήση της είναι σχετικά συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, κυρίως σε επαγγελματικά ή επιστημονικά συμφραζόμενα.

Παραδειγματικές Προτάσεις

  1. El tratamiento era considerado inviable para su condición.
    (Η θεραπεία θεωρείτο μη βιώσιμη για την κατάστασή του.)

  2. La cirugía resulta inviable debido a los riesgos involucrados.
    (Η επέμβαση είναι ανέφικτη λόγω των εμπλεκόμενων κινδύνων.)

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη inviable δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε κάποιες φράσεις που εκφράζουν την έννοια της αδυναμίας ή της μη δυνατότητας.

Παραδειγματικές Ιδιωματικές Εκφράσεις

  1. A veces, los planes son inviables desde el principio.
    (Κάποιες φορές, τα σχέδια είναι μη βιώσιμα από την αρχή.)

  2. Cuando el presupuesto es limitado, muchas ideas se vuelven inviables.
    (Όταν ο προϋπολογισμός είναι περιορισμένος, πολλές ιδέες γίνονται ανέφικτες.)

  3. En la evaluación médica, algunas opciones de tratamiento se consideran inviables.
    (Στην ιατρική αξιολόγηση, ορισμένες επιλογές θεραπείας θεωρούνται μη βιώσιμες.)

Ετυμολογία

Η λέξη inviable προέρχεται από το λατινικό inviabilis, που σημαίνει "μη δυνατό" ή "μη βιώσιμο".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - inviable: μη βιώσιμος - impracticable: ανέφικτος

Αντώνυμα: - viable: βιώσιμος - factible: εφικτός



23-07-2024