Το "invicto" είναι επίθετο.
/ĩˈβik.to/
Η λέξη "invicto" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ή κάτι που δεν έχει υποστεί ήττα. Είναι συνηθισμένο σε διάφορες καταστάσεις, όπως σε αθλητικά πλαίσια ή περαιτέρω σε στρατηγικές ή φιλοσοφικές συζητήσεις. Η συχνότητα χρήσης είναι αρκετά υψηλή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και η χρήση μπορεί να κλίνει περισσότερο προς τον αθλητισμό και τις νίκες.
El equipo de fútbol se mantiene invicto en la liga.
(Η ομάδα ποδοσφαίρου παραμένει αήττητη στη liga.)
A lo largo de su carrera, el boxeador fue invicto.
(Καθ' όλη την διάρκεια της καριέρας του, ο μποξέρ ήταν αήττητος.)
La filosofía del invicto campeon es inspiradora.
(Η φιλοσοφία του αήττητου πρωταθλητή είναι εμπνευσμένη.)
Η λέξη "invicto" μπορεί να εμφανίζεται σε ιδιωματικές φράσεις, κυρίως που σχετίζονται με την επιτυχία και τις νίκες:
Estar en una racha invicta.
(Βρίσκομαι σε μια αήττητη πορεία.)
El invicto espíritu de lucha nunca se rinde.
(Το αήττητο πνεύμα της μάχης ποτέ δεν παραδίνεται.)
Un club invicto es un símbolo de grandeza.
(Ένα αήττητο κλαμπ είναι σύμβολο μεγαλείου.)
Mantenerse invicto es el objetivo de todo atleta.
(Η παραμονή αήττητου είναι ο στόχος κάθε αθλητή.)
Η λέξη "invicto" προέρχεται από τα Λατινικά "invictus", που σημαίνει "αήττητος" ή "μη κατακτημένος", από το "in-" (όχι) και "victus" (νικημένος, από το ρήμα "vincere", που σημαίνει να νικάς).
Αυτές οι πληροφορίες δίνουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "invicto" στα Ισπανικά.