Το "invidente" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: [in.biˈðen.te].
Η λέξη "invidente" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως: - τυφλός
Η λέξη "invidente" αναφέρεται σε άτομα που έχουν απώλεια όρασης ή είναι εντελώς τυφλά. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την κατάσταση ενός ατόμου σε σχέση με την όρασή του. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με την πρόθεση να αναφερθεί με ευαισθησία σε ανθρώπους που αντιμετωπίζουν αυτήν την κατάσταση.
Ο τυφλός πέρασε τον δρόμο με βοήθεια.
En la exhibición, había obras de artistas invidentes.
Στην έκθεση, υπήρχαν έργα καλλιτεχνών τυφλών.
La tecnología ha mejorado la vida de las personas invidentes.
Η λέξη "invidente" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Ελληνικά: Να προσποιείται κάποιος ότι δεν βλέπει κάτι.
"Invidente a la realidad" - αναφέρεται σε κάποιον που δεν αναγνωρίζει την πραγματικότητα γύρω του.
Ελληνικά: Τυφλός στην πραγματικότητα.
"Invidente social" - χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε κάποιον που είναι αναίσθητος ή αδιάφορος στα κοινωνικά προβλήματα.
Ελληνικά: Τυφλός κοινωνικά.
"Invidente ante el peligro" - σημαίνει να μην είναι κάποιος σε θέση να αντιληφθεί τον κίνδυνο.
Η λέξη "invidente" προέρχεται από το λατινικό "invidens", που σημαίνει "βλέπω". Το πρόθεμα "in-" δηλώνει αρνητικότητα, οπότε η λέξη κυριολεκτικά σημαίνει "αυτός που δεν βλέπει".