Η λέξη "inviolabilidad" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "inviolabilidad" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /inβiolabiliðað/.
Η λέξη "inviolabilidad" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "απαραβίαστη", "ανοίξιμη" ή "ανεπίτρεπτη".
Η λέξη "inviolabilidad" αναφέρεται στην κατάσταση ή την ποιότητα του να μην μπορεί να παραβιαστεί ή να παραβιαστεί κανένα δικαίωμα, προνόμιο ή χώρος. Χρησιμοποιείται κυρίως σε νομικά ή ακαδημαϊκά συμφραζόμενα για να περιγράψει την προστασία που παρέχεται σε καθορισμένα δικαιώματα ή περιουσίες. Η χρήση της είναι συχνότερη στο γραπτό λόγο, ιδίως σε νομικά κείμενα, αλλά μπορεί να εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα.
Η απαραβίαστη της αλληλογραφίας είναι ένα θεμελιώδες δικαίωμα.
El tratado garantiza la inviolabilidad de los espacios sagrados.
Η συνθήκη εγγυάται την απαραβίαστη των ιερών χώρων.
La ley proclama la inviolabilidad del domicilio.
Η λέξη "inviolabilidad" χρησιμοποιείται συχνά σε νομικές ή πολιτικές εκφράσεις και δηλώσεις.
Η απαραβίαστη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων πρέπει να διατηρηθεί.
La inviolabilidad de la privacidad es esencial en la era digital.
Η απαραβίαστη της ιδιωτικότητας είναι βασική στην ψηφιακή εποχή.
El principio de inviolabilidad territorial es fundamental en el derecho internacional.
Η αρχή της απαραβίαστης εδαφικότητας είναι βασική στο διεθνές δίκαιο.
Se asegura la inviolabilidad de los secretos comerciales en la legislación actual.
Η λέξη "inviolabilidad" προέρχεται από το λατινικό "inviolabilis", που σημαίνει "μη διαστημένος" ή "μη παραβιασμένος". Αποτελείται από το πρόθεμα "in-" (μη) και τη ρίζα "violabilis" (που μπορεί να παραβιαστεί).