Η λέξη "inviolable" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου είναι: /inβjolaβle/
Η λέξη "inviolable" σημαίνει κάτι που δεν μπορεί να παραβιαστεί ή να θιγεί. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και ηθικά πλαίσια για να αναφέρεται σε δικαιώματα, αρχές ή χώρους που πρέπει να σέβονται και να προστατεύονται.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι μέση, και συναντάται συχνά σε γραπτά κείμενα, ειδικά σε νομικές ή φιλοσοφικές συζητήσεις.
El derecho a la vida es inviolable.
Το δικαίωμα στη ζωή είναι απαραβίαστο.
La privacidad de las personas es un derecho inviolable.
Η ιδιωτικότητα των ανθρώπων είναι ένα ιερό δικαίωμα.
Los tratados internacionales establecen que la soberanía de los países es inviolable.
Οι διεθνείς συμφωνίες ορίζουν ότι η κυριαρχία των χωρών είναι απαραβίαστη.
Η λέξη "inviolable" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:
El deber inviolable de proteger los derechos humanos.
Το απαραβίαστο καθήκον να προστατεύουμε τα ανθρώπινα δικαιώματα.
El principio de la inviolabilidad del domicilio es fundamental en el derecho.
Η αρχή της απαραβίαστης κατοικίας είναι θεμελιώδης στο δίκαιο.
Es inviolable el respeto a la dignidad humana.
Είναι απαραβίαστος ο σεβασμός προς την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Η λέξη "inviolable" προέρχεται από τα Λατινικά "inviolabilis", που είναι σύνθεση του "in-" (όχι) και "violabilis" (παραβιάσιμος, θιγόμενος).
Συνώνυμα: - sagrado (ιερός) - intocable (απρόσιτος)
Αντώνυμα: - violable (παραβιάσιμος) - profano (βέβηλος)