Invisible είναι επίθετο.
\ˌɪnˈvɪz.ə.bəl\
Η λέξη "invisible" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό με την όραση. Στη γλώσσα των Ισπανών, η λέξη "invisible" έχει ευρεία χρήση και μπορεί να αναφέρεται σε φυσικά αντικείμενα ή καταστάσεις που δεν είναι ορατές, καθώς και σε μεταφορικές έννοιες όπως συναισθήματα ή μη-φαίνεσθε κοινωνικά φαινόμενα. Η συχνότητα χρήσης είναι αρκετά υψηλή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Ο αέρας είναι αόρατος, αλλά νιώθουμε τον άνεμό του.
Los pensamientos a veces son invisibles para los demás.
Οι σκέψεις είναι μερικές φορές αόρατες για τους άλλους.
El espíritu del amor puede ser invisible, pero su impacto es evidente.
Η λέξη "invisible" χρησιμοποιείται και σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις που επικοινωνούν έννοιες απουσίας ή μη-αναγνώρισης.
Να αισθάνεται κανείς αόρατος σε ένα πλήθος.
Hacer algo invisible.
Να κάνει κανείς κάτι αόρατο.
Un problema invisible para muchos.
Ένα πρόβλημα αόρατο για πολλούς.
La tristeza invisible.
Η αόρατη λύπη.
Los miedos invisibles que todos llevamos.
Οι αόρατοι φόβοι που όλοι κουβαλάμε.
Una conexión invisible entre dos almas.
Η λέξη "invisible" προέρχεται από το λατινικό "invisibilis" που συνδυάζει το πρόθεμα "in-" (όχι) με το "visibilis" (ορατός), το οποίο πηγάζει από τη ρίζα "videre" που σημαίνει "να βλέπεις".
Συνώνυμα: - Aorado - Oculto - Imperceptible
Αντώνυμα: - Visible - Obvio - Perceptible
Αυτή η δομή προσφέρει μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "invisible" στην ισπανική γλώσσα.