invitado: ουσιαστικό
Fonética: [inβiˈtaðo]
Η λέξη "invitado" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που έχει προσκληθεί σε κάποια εκδήλωση, όπως πάρτι, γιορτή, γάμο ή συνάντηση. Γενικά, ο όρος αναφέρεται σε άτομα που είναι καλεσμένα και περιλαμβάνονται σε μια ομάδα ανθρώπων που συμμετέχουν σε μια συγκεκριμένη δραστηριότητα.
Χρήση: Η λέξη είναι αρκετά συχνή και χρησιμοποιείται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο.
El invitado llegó tarde a la fiesta.
(Ο προσκεκλημένος έφτασε αργά στο πάρτι.)
Todos los invitados fueron agradecidos por la cena.
(Όλοι οι καλεσμένοι ήταν ευγνώμονες για το δείπνο.)
El invitado especial nos sorprendió con su actuación.
(Ο ειδικός προσκεκλημένος μας εξέπληξε με την παράστασή του.)
Η λέξη "invitado" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Ser el invitado de honor.
(Να είσαι ο προσκεκλημένος τιμής.)
Σημαίνει ότι κάποιος είναι ο πιο σημαντικός προσκεκλημένος σε μια εκδήλωση.
Hacer sentir al invitado como en casa.
(Να κάνεις τον προσκεκλημένο να νιώθει σαν στο σπίτι του.)
Αυτό σημαίνει να φιλοξενείς με τρόπο που να τον κάνεις να νοιώθει άνετα.
No todo invitado es bienvenido.
(Όχι κάθε προσκεκλημένος είναι ευπρόσδεκτος.)
Σημαίνει ότι μερικοί καλεσμένοι δεν είναι επιθυμητοί.
Invitado sorpresa.
(Έκπληκτος προσκεκλημένος.)
Αναφέρεται σε κάποιον που δεν αναμενόταν να παραβρεθεί και η παρουσία του είναι απροσδόκητη.
Η λέξη "invitado" προέρχεται από το ρήμα "invitar", που σημαίνει "προσκαλώ". Η ρίζα της λέξης είναι λατινικής προέλευσης, από τη λέξη "invitatum", που σημαίνει "προσκεκλημένος".
Συνώνυμα: - invitado especial (ειδικός καλεσμένος) - asistente (παρευρισκόμενος)
Αντώνυμα: - excluido (αποκλεισμένος) - rechazado (απορριφθείς)