Η λέξη "invitar" στα Ισπανικά σημαίνει "προσκαλώ" ή "καλώ". Χρησιμοποιείται ευρέως σε πολλές περιπτώσεις, όπως όταν κάποιος προσκαλεί άλλους σε ένα γεγονός, μια συνάντηση ή ένα γεύμα. Η χρήση της είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να είναι πιο διαδεδομένη στον προφορικό λόγο λόγω της κοινωνικής φύσης αυτής της πράξης.
Voy a invitar a mis amigos a la fiesta.
Θα προσκαλέσω τους φίλους μου στη γιορτή.
Ella me invitó a cenar en su casa.
Αυτή με κάλεσε να δειπνήσω στο σπίτι της.
¿Puedes invitar a Julia a la reunión?
Μπορείς να προσκαλέσεις τη Τζούλια στη συνάντηση;
Στα Ισπανικά, η λέξη "invitar" συναντάται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
Συνήθως χρησιμοποιείται σε κοινωνικές περιστάσεις και υποδηλώνει μια φιλική πρόσκληση.
Invitar a la charla
Προσκαλώ στη συζήτηση.
Αναφέρεται στη συμμετοχή κάποιου σε μια συνομιλία ή διάλογο.
Invitar al baile
Προσκαλώ στο χορό.
Χρησιμοποιείται για να καλέσει κάποιον να χορέψει.
Invitar por cortesía
Προσκαλώ από ευγένεια.
Η λέξη "invitar" προέρχεται από το λατινικό "invitationem", που σημαίνει "πρόσκληση". Αυτή η ρίζα σχετίζεται με την πράξη της πρόσκλησης ή της ενθάρρυνσης κάποιου να συμμετάσχει σε κάτι.
llamar (καλώ)
Αντώνυμα: