Ρήμα (verb)
[in.voˈkaɾ]
Η λέξη "invocar" στα ισπανικά χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη των επικλήσεων, είτε σε θρησκευτικά, είτε σε νομικά ή άλλα πλαίσια. Συχνά αναφέρεται στο να καλεί κανείς κάποιον ή κάτι με σκοπό να λάβει βοήθεια ή υποστήριξη, ή στην νομική χρήση, όταν επικαλείται κάποιον νόμο ή κανόνα.
Η χρήση της είναι αρκετά κοινή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Εμφανίζεται μετρίως συχνά σε νομικά κείμενα, καθώς και σε λογοτεχνικά και θρησκευτικά κείμενα.
"Ο δικηγόρος χρειάζεται να επικαλεστεί τον νόμο για να υπερασπιστεί τον πελάτη του."
"Invocar la protección de los dioses es una práctica ancestral."
"Η επικλήση της προστασίας των θεών είναι μια αρχαία πρακτική."
"Si quieres éxito, debes invocar tus habilidades."
Η λέξη "invocar" χρησιμοποιείται επίσης σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:
"Στην τελετή, όλοι κλήθηκαν να επικαλέσουν το πνεύμα του προγόνου."
"Invocar a la memoria"
"Έγραψα ένα βιβλίο για να επικαλέσω τη μνήμη των πεσόντων ηρώων."
"Invocar la justicia"
Η λέξη "invocar" προέρχεται από το λατινικό "invocare", το οποίο σημαίνει "να καλέσεις ή να επικαλέσεις". Η σύνθεση της λέξης προέρχεται από το "in-" (μέσα) και "vocare" (καλώ).
Συνώνυμα: - llamar (να καλέσει) - convocar (να συγκαλέσει)
Αντώνυμα: - rechazar (να απορρίψει) - ignorar (να αγνοήσει)