Το "involucrar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: [inβolʊˈkaɾ]
Το ρήμα "involucrar" σημαίνει να συμπεριλάβει ή να εμπλέκει κάποιον ή κάτι σε μια δραστηριότητα ή κατάσταση. Χρησιμοποιείται συχνά στην καθημερινή γλώσσα, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Η συχνότητά του είναι σχετικά υψηλή, κυρίως όταν αναφέρονται καταστάσεις ή διαδικασίες που απαιτούν τη συμμετοχή ή την αφοσίωση κάποιου.
Es importante involucrar a todos en el proyecto.
(Είναι σημαντικό να εμπλέκουμε όλους στο έργο.)
No quiero involucrar a mis amigos en mis problemas.
(Δεν θέλω να εμπλέκω τους φίλους μου στα προβλήματά μου.)
El nuevo plan involucra cambios significativos en la empresa.
(Το νέο σχέδιο περιλαμβάνει σημαντικές αλλαγές στην εταιρεία.)
Στο ισπανικά, το "involucrar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την έννοια της συμμετοχής ή της ανάληψης ευθυνών.
Involucrarse en una causa social es muy gratificante.
(Η εμπλοκή σε μια κοινωνική υπόθεση είναι πολύ ικανοποιητική.)
Decidí involucrarme más en la vida de mis hijos.
(Αποφάσισα να εμπλακώ περισσότερο στη ζωή των παιδιών μου.)
El jefe quiere que todos se involucren en la toma de decisiones.
(Ο διευθυντής θέλει να συμμετάσχουν όλοι στη λήψη αποφάσεων.)
Involucrar a la comunidad es clave para el éxito del proyecto.
(Η εμπλοκή της κοινότητας είναι το κλειδί για την επιτυχία του έργου.)
No hay manera de involucrarse si no estás dispuesto a colaborar.
(Δεν υπάρχει τρόπος να εμπλακείς αν δεν είσαι διατεθειμένος να συνεργαστείς.)
Η λέξη "involucrar" προέρχεται από το λατινικό "involvĕre", που σημαίνει "τυλίγω" ή "εμπλέκω". Υπάρχει μια σαφής σχέση μεταξύ της έννοιας του "τυλίγματος" και της εμπλοκής ή συμμετοχής σε κάτι.