Η λέξη "involuntario" σημαίνει κάτι που γίνεται χωρίς την πρόθεση ή την εσκεμμένη βούληση του ατόμου. Χρησιμοποιείται σε αρκετούς τομείς, όπως νομικές καταστάσεις (όπου μια πράξη χωρίς πρόθεση μπορεί να έχει νομικές συνέπειες) και ιατρικές περιγραφές (όπως ακούσιες κινήσεις ή συμπτώματα).
Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή και μπορεί να συναντηθεί τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στον γραπτό, αν και τείνει να εμφανίζεται περισσότερο σε επίσημες ή τεχνικές συζητήσεις.
El acto fue involuntario y no tenía intención de hacer daño.
(Η πράξη ήταν αυθαίρετη και δεν είχε πρόθεση να βλάψει.)
Su reacción fue involuntaria, no pudo controlar sus emociones.
(Η αντίδρασή του ήταν ακούσια, δεν μπόρεσε να ελέγξει τα συναισθήματά του.)
Η λέξη "involuntario" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Un gesto involuntario puede revelar más de lo que pensamos.
(Μια αυθόρμητη κίνηση μπορεί να αποκαλύψει περισσότερα από ό,τι νομίζουμε.)
Cuando habla sin pensar, sus palabras son a menudo involuntarias.
(Όταν μιλάει χωρίς να σκέφτεται, τα λόγια του είναι συχνά ακούσια.)
El movimiento involuntario del brazo fue un reflejo de sorpresa.
(Η αυθαίρετη κίνηση του βραχίονα ήταν αντανάκλαση της έκπληξης.)
Es importante distinguir entre un acto voluntario e involuntario en este contexto.
(Είναι σημαντικό να διακρίνουμε ανάμεσα σε μια εσκεμμένη και μια αυθαίρετη πράξη σε αυτό το πλαίσιο.)
Η λέξη "involuntario" προέρχεται από τη λατινική λέξη "involuntarius", που σημαίνει "χωρίς θέληση" ή "μη εθελοντικός".