Η λέξη "inyectar" σημαίνει να εγχέεις ή να εισάγεις ένα υγρό σε ένα σώμα ή ένα αντικείμενο μέσω μιας βελόνας ή κάποιου άλλου εργαλείου. Χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά ή τεχνικά πλαίσια, όπως η ένεση φαρμάκων σε έναν ασθενή ή η έγχυση υλικών σε έναν μηχανισμό.
Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, και το ρήμα συναντάται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, αλλά χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε ιατρικές ή επιστημονικές συζητήσεις.
"El médico tuvo que inyectar la vacuna a los niños."
"Ο γιατρός έπρεπε να εγχύσει το εμβόλιο στα παιδιά."
"Voy a inyectar el aceite en el motor."
"Θα εγχύσω το λάδι στον κινητήρα."
Η λέξη "inyectar" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πιο γενικές εκφράσεις:
"Inyectar energía en el proyecto."
"Εγχέω ενέργεια στο έργο."
"Inyectar confianza a los empleados."
"Εγχέω εμπιστοσύνη στους υπαλλήλους."
"Inyectar recursos en la investigación."
"Εγχέω πόρους στην έρευνα."
"Inyectar nuevas ideas en el equipo."
"Εγχέω νέες ιδέες στην ομάδα."
Η λέξη "inyectar" προέρχεται από το λατινικό "iniectare", που σημαίνει "να ρίχνω μέσα" ή "να ρίχνω". Το "in-" σημαίνει "μέσα", και "iacere" σημαίνει "ρίχνω".
Συνώνυμα: - Introducir (εισάγω) - Injectar (εγχέω)
Αντώνυμα: - Extraer (αφαιρώ) - Sacar (βγάζω)