inyectar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

inyectar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Φωνητική μεταγραφή

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση στη γλώσσα Ισπανικά

Η λέξη "inyectar" σημαίνει να εγχέεις ή να εισάγεις ένα υγρό σε ένα σώμα ή ένα αντικείμενο μέσω μιας βελόνας ή κάποιου άλλου εργαλείου. Χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά ή τεχνικά πλαίσια, όπως η ένεση φαρμάκων σε έναν ασθενή ή η έγχυση υλικών σε έναν μηχανισμό.

Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, και το ρήμα συναντάται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, αλλά χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε ιατρικές ή επιστημονικές συζητήσεις.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. "El médico tuvo que inyectar la vacuna a los niños."
    "Ο γιατρός έπρεπε να εγχύσει το εμβόλιο στα παιδιά."

  2. "Voy a inyectar el aceite en el motor."
    "Θα εγχύσω το λάδι στον κινητήρα."

Ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη "inyectar"

Η λέξη "inyectar" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πιο γενικές εκφράσεις:

  1. "Inyectar energía en el proyecto."
    "Εγχέω ενέργεια στο έργο."

  2. "Inyectar confianza a los empleados."
    "Εγχέω εμπιστοσύνη στους υπαλλήλους."

  3. "Inyectar recursos en la investigación."
    "Εγχέω πόρους στην έρευνα."

  4. "Inyectar nuevas ideas en el equipo."
    "Εγχέω νέες ιδέες στην ομάδα."

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "inyectar" προέρχεται από το λατινικό "iniectare", που σημαίνει "να ρίχνω μέσα" ή "να ρίχνω". Το "in-" σημαίνει "μέσα", και "iacere" σημαίνει "ρίχνω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Introducir (εισάγω) - Injectar (εγχέω)

Αντώνυμα: - Extraer (αφαιρώ) - Sacar (βγάζω)



23-07-2024