Το "inyector" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: /iɲekˈtoɾ/
Η λέξη "inyector" αναφέρεται σε μια συσκευή ή εργαλείο που χρησιμοποιείται για την εισαγωγή υγρού, αερίων ή άλλου υλικού σε μια άλλη οντότητα ή μέσο. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως η ιατρική (ενέσεις), η μηχανολογία και η στρατιωτική τεχνολογία. Συχνά εμφανίζεται σε γραπτό και προφορικό λόγο, με χρήση υψηλότερη σε τεχνικά και ιατρικά κείμενα.
El médico utilizó un inyector para administrar la vacuna.
(Ο γιατρός χρησιμοποίησε έναν ενέσιμο για να χορηγήσει το εμβόλιο.)
Los ingenieros diseñaron un inyector de combustible más eficiente.
(Οι μηχανικοί σχεδίασαν έναν ψεκαστήρα καυσίμου πιο αποδοτικό.)
El soldado llevó un inyector para la recarga de su arma.
(Ο στρατιώτης είχε έναν ανεφοδιαστή για την επαναφόρτιση του όπλου του.)
Η λέξη "inyector" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμπλακεί σε τεχνικές και στρατιωτικές φράσεις.
El inyector de ideas en el equipo fue fundamental para el éxito del proyecto.
(Ο ψεκαστήρας ιδεών στην ομάδα ήταν θεμελιώδης για την επιτυχία του έργου.)
Hay que revisar el inyector del sistema antes de proceder.
(Πρέπει να ελέγξουμε τον ψεκαστήρα του συστήματος πριν προχωρήσουμε.)
La calidad del inyector influye directamente en el rendimiento del motor.
(Η ποιότητα του ψεκαστήρα επηρεάζει άμεσα την απόδοση της μηχανής.)
Η λέξη προέρχεται από το ρήμα "inyectar", που σημαίνει "να εισάγεις" ή "να ψεκάζεις". Το "inyector" είναι η εκδοχή του ουσιαστικού που υποδηλώνει το εργαλείο που εκτελεί αυτή τη δράση, με το επίθημα "-or" που δείχνει "κατασκευή" ή "εργαλείο".
Συνώνυμα: - Administrador (στην ιατρική) - Injector (στη μηχανολογία)
Αντώνυμα: - Extracción (αφαίρεση) - Desconexión ( αποσύνδεση)
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν τη λέξη "inyector" σε βάθος, δίνοντας παραδείγματα και σχετικές πληροφορίες στους τομείς ενδιαφέροντος.