Η λέξη "irascible" είναι επίθετο.
ɪˈræsɪbəl
Η λέξη "irascible" χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που είναι επιρρεπές στην οργή ή την εκνευριστικότητα. Συχνά χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει έναν χαρακτήρα που αντιδρά με θυμό ή δυσφορία σε καταστάσεις που μπορεί να φαίνονται ασήμαντες.
La persona irascible no puede controlar su temperamento.
(Το ευέξαπτο άτομο δεν μπορεί να ελέγξει τη διάθεση του.)
Es difícil trabajar con alguien que tiene una naturaleza irascible.
(Είναι δύσκολο να δουλέψεις με κάποιον που έχει ευέξαπτη φύση.)
El jefe se volvió irascible por la presión del trabajo.
(Ο διευθυντής έγινε ευέξαπτος λόγω της πίεσης της δουλειάς.)
Η λέξη "irascible" μπορεί να ενσωματωθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που τονίζουν τη θυμωμένη ή εύθικτη φύση κάποιου.
"A veces, su irascible comportamiento nos sorprende."
(Μερικές φορές, η θυμωμένη συμπεριφορά του μας εκπλήσσει.)
"No hay que tomarle el pelo a un irascible, pues puede explotar."
(Δεν πρέπει να κοροϊδεύεις έναν οξύθυμο, καθώς μπορεί να εκραγεί.)
"La irascible reacción del público fue inesperada."
(Η θυμωμένη αντίδραση του κοινού ήταν απρόσμενη.)
"Es mejor mantener la calma alrededor de alguien irascible."
(Είναι καλύτερα να διατηρείς την ηρεμία γύρω από κάποιον ευέξαπτο.)
"Su irascible actitud está afectando el ambiente de trabajo."
(Η οξύθυμη στάση του επηρεάζει το εργασιακό περιβάλλον.)
Η λέξη "irascible" προέρχεται από το λατινικό "irasci", που σημαίνει "να οργίζεται".