Το "irradiar" είναι ρηματικό μέρος του λόγου.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA): /i.ra.ˈðjaɾ/
Η λέξη "irradiar" χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία με την οποία ένα αντικείμενο ή μία πηγή εκπέμπει ακτινοβολία ή φως. Στη φυσική, μπορεί να αναφέρεται στη μετάδοση ενέργειας με τη μορφή ακτινοβολίας. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως η φυσική, ο στρατός, και οι πολυτεχνικές εφαρμογές. Στην καθημερινή γλώσσα, η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια και χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό περιβάλλον.
Los reactores nucleares irradian energía en forma de calor.
(Οι πυρηνικοί αντιδραστήρες ακτινοβολούν ενέργεια με τη μορφή θερμότητας.)
El sol irradia luz y calor hacia la Tierra.
(Ο ήλιος εκπέμπει φως και θερμότητα προς τη Γη.)
Las lámparas LED irradian luz más eficiente que las bombillas tradicionales.
(Οι λάμπες LED ακτινοβολούν πιο αποτελεσματικό φως από τις παραδοσιακές λάμπες.)
Η λέξη "irradiar" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι ιδιαίτερα κοινές. Παρόλα αυτά, παρακάτω είναι μερικές παραδείγματα:
Irradiar alegría.
(Ακτινοβολώ χαρά.)
Su energía positiva irradia a todos los que lo rodean.
(Η θετική του ενέργεια ακτινοβολεί σε όλους γύρω του.)
Ella irradia confianza en sí misma.
(Αυτή ακτινοβολεί αυτοπεποίθηση.)
El amor que siente por su familia irradia en cada acción.
(Η αγάπη που νιώθει για την οικογένειά του ακτινοβολεί σε κάθε πράξη.)
El nuevo proyecto irradia innovación y creatividad.
(Το νέο έργο ακτινοβολεί καινοτομία και δημιουργικότητα.)
Η λέξη "irradiar" προέρχεται από τη λατινική λέξη "irradiāre", που σημαίνει "επικοινωνώ" ή "ακτινοβολώ". Το πρόθεμα "ir-" υποδηλώνει "εκτός" ή "προς", σε συνδυασμό με "radiare" που σημαίνει "ακτίνα".
Συνώνυμα: - Expulsar (εκπέμπω) - Emitir (εκδώσω, εκπέμπω)
Αντώνυμα: - Absorber (απορροφώ) - Retener (κρατώ)