Adjetivo (Επίθετο)
[iriˈðuθiβle]
Η λέξη "irreducible" αναφέρεται σε κάτι που δεν μπορεί να ελαχιστοποιηθεί, να μειωθεί ή να μετατραπεί σε μια απλούστερη μορφή. Χρησιμοποιείται συχνά σε επιστημονικά και μαθηματικά συμφραζόμενα για να περιγράψει αντικείμενα ή καταστάσεις που δεν μπορούν να απλοποιηθούν ή να διασπαστούν περαιτέρω. Στη γλώσσα των Ισπανικών, είναι μια τεχνική λέξη που συναντάται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί σε προφορική συζήτηση σε επιστημονικά ή ακαδημαϊκά περιβάλλοντα.
"Ο αριθμός που προκύπτει από την εξίσωση είναι αμετάβλητος."
"En matemáticas, una fracción irreducible no se puede simplificar."
Η λέξη "irreducible" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να περιγράψει συγκεκριμένες καταστάσεις ή έννοιες.
"Μια αμετάβλητη σχέση μεταξύ δύο μεταβλητών μπορεί να είναι περίπλοκη."
"El principio irreducible de la física se aplica a muchos fenómenos naturales."
"Η αδιάσπαστη αρχή της φυσικής εφαρμόζεται σε πολλά φυσικά φαινόμενα."
"Encontrar factores irreducibles en un polinomio es esencial para su análisis."
Η λέξη "irreducible" προέρχεται από τη Λατινική λέξη "reducere", που σημαίνει "να επιστρέψεις" ή "να επαναφέρεις", με το πρόθεμα "ir-" που σημαίνει "όχι". Έτσι, σχηματίζεται η έννοια του "όχι επαναφερόμενου" ή "όχι αναστρέψιμου".
Συνώνυμα: - inalterable (μη αλλοιώσιμος) - fundamental (βασικός)
Αντώνυμα: - reducible (αναστρέψιμος) - simplificable (απλοποιήσιμος)