irreducible - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

irreducible (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Adjetivo (Επίθετο)

Φωνητική μεταγραφή

[iriˈðuθiβle]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "irreducible" αναφέρεται σε κάτι που δεν μπορεί να ελαχιστοποιηθεί, να μειωθεί ή να μετατραπεί σε μια απλούστερη μορφή. Χρησιμοποιείται συχνά σε επιστημονικά και μαθηματικά συμφραζόμενα για να περιγράψει αντικείμενα ή καταστάσεις που δεν μπορούν να απλοποιηθούν ή να διασπαστούν περαιτέρω. Στη γλώσσα των Ισπανικών, είναι μια τεχνική λέξη που συναντάται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί σε προφορική συζήτηση σε επιστημονικά ή ακαδημαϊκά περιβάλλοντα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. "El número que resulta de la ecuación es irreducible."
  2. "Ο αριθμός που προκύπτει από την εξίσωση είναι αμετάβλητος."

  3. "En matemáticas, una fracción irreducible no se puede simplificar."

  4. "Στα μαθηματικά, ένα αδιάσπαστο κλάσμα δεν μπορεί να απλοποιηθεί."

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "irreducible" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να περιγράψει συγκεκριμένες καταστάσεις ή έννοιες.

  1. "Una relación irreducible entre dos variables puede ser compleja."
  2. "Μια αμετάβλητη σχέση μεταξύ δύο μεταβλητών μπορεί να είναι περίπλοκη."

  3. "El principio irreducible de la física se aplica a muchos fenómenos naturales."

  4. "Η αδιάσπαστη αρχή της φυσικής εφαρμόζεται σε πολλά φυσικά φαινόμενα."

  5. "Encontrar factores irreducibles en un polinomio es esencial para su análisis."

  6. "Η εύρεση αναπόσπαστων παραγόντων σε ένα πολυωνυμικό είναι απαραίτητη για την ανάλυσή του."

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "irreducible" προέρχεται από τη Λατινική λέξη "reducere", που σημαίνει "να επιστρέψεις" ή "να επαναφέρεις", με το πρόθεμα "ir-" που σημαίνει "όχι". Έτσι, σχηματίζεται η έννοια του "όχι επαναφερόμενου" ή "όχι αναστρέψιμου".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - inalterable (μη αλλοιώσιμος) - fundamental (βασικός)

Αντώνυμα: - reducible (αναστρέψιμος) - simplificable (απλοποιήσιμος)



23-07-2024