Επίθετο (adjetivo)
/ir.ref.reˈna.βle/
Η λέξη "irrefrenable" χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάτι που δεν μπορεί να ελεγχθεί ή να περιοριστεί. Συχνά αναφέρεται σε παρορμήσεις, συναισθήματα ή δράσεις που είναι πολύ ισχυρά για να καταστείλουν ή να συγκρατήσουν. Στην ισπανική γλώσσα, είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να εμφανίζεται και σε γραπτά κείμενα.
Su deseo de viajar se volvió irrefrenable después de ver tantas fotos.
(Η επιθυμία του να ταξιδέψει έγινε ανεξέλεγκτη μετά από τόσες φωτογραφίες.)
La risa de los niños era irrefrenable durante la fiesta.
(Το γέλιο των παιδιών ήταν ακατάσχετο κατά τη διάρκεια του πάρτι.)
Η λέξη "irrefrenable" δεν αποτελούν προφανές μέρος πολλών ιδιαίτερων ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες φράσεις:
La pasión por el arte es irrefrenable en su vida.
(Η πάθος για την τέχνη είναι ανεξέλεγκτο στη ζωή του.)
Su amor por ella fue irrefrenable, sin importar las dificultades.
(Η αγάπη του γι' αυτήν ήταν ανυπότακτη, ανεξάρτητα από τις δυσκολίες.)
La curiosidad de los niños es irrefrenable, siempre quieren saber más.
(Η περιέργεια των παιδιών είναι ακατάσχετη, πάντα θέλουν να ξέρουν περισσότερα.)
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "irrefrenabilis", το οποίο σημαίνει "αδύνατο να κατασταλεί", από το «in-» (όχι) και «refrenare» (περιορίζω).
Συνώνυμα: - descontrolado (εκτός ελέγχου) - incontrolable (αδύνατο να ελεγχθεί) - incesante (αδιάκοπος)
Αντώνυμα: - controlado (ελεγχόμενος) - disciplinado (πειθαρχημένος) - moderado (μετριοπαθής)