Η λέξη "irrefutable" είναι επίθετο.
[i.ʁeˈfu.ta.βle]
Η λέξη "irrefutable" αναφέρεται σε κάτι που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ή να απορριφθεί. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και επιστημονικά πλαίσια για να δηλώσει αποδείξεις ή γεγονότα που είναι σαφή και αναμφισβήτητη. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, κυρίως σε γραπτά κείμενα, αλλά και προφορικά σε επίσημες συζητήσεις.
La evidencia presentada en el juicio era irrefutable.
(Η απόδειξη που παρουσιάστηκε στη δίκη ήταν αδιαμφισβήτητη.)
Sus argumentos eran tan sólidos que resultaron irrefutables.
(Τα επιχειρήματά του ήταν τόσο στέρεα που αποδείχτηκαν αναμφισβήτητα.)
El descubrimiento de esta nueva especie es irrefutable en la biología.
(Η ανακάλυψη αυτού του νέου είδους είναι αδιαμφισβήτητη στη βιολογία.)
Η λέξη "irrefutable" χρησιμοποιείται επίσης σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ορισμένες από αυτές περιλαμβάνουν:
Prueba irrefutable de su inocencia
(Αδιάσειστη απόδειξη της αθωότητάς του.)
Argumentos irrefutables en el debate
(Αναμφισβήτητα επιχειρήματα στη συζήτηση.)
Hechos irrefutables son difíciles de ignorar
(Αδιαμφισβήτητα γεγονότα είναι δύσκολα να αγνοηθούν.)
Una verdad irrefutable que debe ser aceptada
(Μία αδιαμφισβήτητη αλήθεια που πρέπει να γίνει αποδεκτή.)
Las estadísticas ofrecen una visión irrefutable del problema
(Οι στατιστικές προσφέρουν μία αδιάσειστη εικόνα του προβλήματος.)
Η λέξη "irrefutable" προέρχεται από το λατινικό "refutabilis", το οποίο σημαίνει "εκείνο που μπορεί να απορριφθεί", με το πρόθεμα "in-" που δηλώνει την άρνηση.
Συνώνυμα: - indiscutible (αδιαφιλονίκητος) - incontrovertible (αδιαμφισβήτητος)
Αντώνυμα: - discutible (αμφισβητήσιμος) - refutable (ανατρέψιμος)