Η λέξη "irregular" είναι επίθετο.
/i.reˈɣu.lar/
Η λέξη "irregular" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν ακολουθεί τον κανόνα ή δεν είναι κανονικό. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορους τομείς όπως η γλώσσα, η ιατρική και η οικονομία. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, και χρησιμοποιείται συνήθως σε γραπτό πλαίσιο, αλλά και στον προφορικό λόγο.
La estructura del edificio es irregular.
Η δομή του κτηρίου είναι ανώμαλη.
Los patrones de comportamiento son irregulares en esta especie.
Οι πρότυποι συμπεριφοράς είναι μη κανονικοί σε αυτό το είδος.
Su asistencia a clase es irregular.
Η παρουσία του στην τάξη είναι πλημμελής.
Η λέξη "irregular" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά συναντάται σε κάποιες φράσεις που την περιλαμβάνουν:
Tener un comportamiento irregular
Έχω ανώμαλη συμπεριφορά.
(Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που δεν έχει συνεπή συμπεριφορά.)
Presentar irregularidades
Παρουσιάζω ανωμαλίες.
(Χρησιμοποιείται κυρίως σε νομικά ή γραφειοκρατικά κείμενα για να περιγράψει αποκλίσεις από τον κανόνα.)
Seguir un patrón irregular
Ακολουθώ ένα μη κανονικό πρότυπο.
(Συνήθως αναφέρεται σε στατιστικές ή ερευνητικές αναλύσεις.)
Encontrar resultados irregulares
Να βρω ανώμαλα αποτελέσματα.
(Χρησιμοποιείται σε επιστημονικές ή ιατρικές αναφορές.)
Η λέξη "irregular" προέρχεται από το λατινικό "irregularis", που αποτελείται από το πρόθεμα "in-" (όχι) και το "regularis" (κανονικός).