Irregularidad είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/ir.regu.la.ɾiˈðað/
Η λέξη "irregularidad" αναφέρεται σε κάτι που δεν είναι τακτικό ή δεν συμμορφώνεται με κανόνες ή κανονισμούς. Στη νομική γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει νομικές ανωμαλίες ή παραβάσεις. Στον ιατρικό τομέα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δηλώσει ανωμαλίες σε αποτελέσματα ή φυσιολογικές διαδικασίες. Χρησιμοποιείται συχνά στο γραπτό πλαίσιο, αλλά συναντάται και στον προφορικό λόγο, ανάλογα με τη θεματολογία.
Η ανωμαλία στις χρηματοοικονομικές αναφορές οδήγησε σε έρευνα.
El médico encontró una irregularidad en los análisis de sangre.
Ο γιατρός βρήκε μια ανωμαλία στις εξετάσεις αίματος.
La irregularidad en el tráfico de datos puede causar problemas en el sistema.
Η λέξη "irregularidad" εμφανίζεται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σε νομικά και ιατρικά πλαίσια:
Ανίχνευση ανωμαλιών στη διαδικασία.
Informar sobre irregularidades administrativas.
Αναφορά ανωμαλιών στη διοίκηση.
La irregularidad en el ritmo del corazón alertó al personal médico.
Η ανωμαλία στο ρυθμό της καρδιάς προειδοποίησε το ιατρικό προσωπικό.
Es necesario corregir las irregularidades en la contratación pública.
Είναι απαραίτητο να διορθωθούν οι ανωμαλίες στη δημόσια σύμβαση.
Las irregularidades en los procedimientos de cirugía son motivo de revisión.
Η λέξη "irregularidad" προέρχεται από το επίθετο "irregular", το οποίο προέρχεται από την Λατινική λέξη "irregulares". Το πρόθεμα "in-" δηλώνει άρνηση και το "regular" υποδηλώνει κανονικότητα.
Συνώνυμα: - anormalidad (ανωμαλία) - desvío (παρέκκλιση)
Αντώνυμα: - regularidad (κανονικότητα) - conformidad (συμμόρφωση)