Το "irrelevante" είναι ένα επίθετο (adjetivo).
Η φωνητική μεταγραφή με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: [i.re.ˈle.βan.te]
Η λέξη "irrelevante" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν έχει σημασία ή δεν σχετίζεται με το θέμα που συζητείται. Είναι συχνά πιο διαδεδομένο στον γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο. Η χρήση της είναι σχετικά συχνή σε πολιτιστικά, κοινωνικά ή επαγγελματικά συμφραζόμενα.
Παραδειγματικές Προτάσεις:
- “Ese comentario es irrelevante para la discusión actual.”
(Αυτό το σχόλιο είναι αδιάφορο για τη σημερινή συζήτηση.)
Η λέξη "irrelevante" δεν έχει πολλές ιδιωματικές χρήσεις στην ισπανική γλώσσα, αλλά μπορεί να συνδυαστεί σε ορισμένες φράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδειγματικές προτάσεις:
“Lo que dijiste es completamente irrelevante en este contexto.”
(Αυτό που είπες είναι εντελώς άσχετο σε αυτό το πλαίσιο.)
“Tienes que enfocarte en lo relevante, no en lo irrelevante.”
(Πρέπει να εστιάσεις στο σημαντικό, όχι στο άσχετο.)
“No me interesa lo que piensen los demás; es irrelevante.”
(Δεν με ενδιαφέρει τι σκέφτονται οι άλλοι; είναι ασήμαντο.)
Η λέξη "irrelevante" προέρχεται από το λατινικό "irrelevans", το οποίο περιλαμβάνει το πρόθεμα "in-" (μη) και την ρίζα "relevans" που σημαίνει "σημαντικός" ή "σχετικός".
Συνώνυμα: - insignificante (ασήμαντος) - intrascendente (χωρίς σημασία)
Αντώνυμα: - relevante (σημαντικός) - crucial (καθοριστικός)