Η λέξη "irremediable" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: /i.re.meˈðja.βle/
Η λέξη "irremediable" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν μπορεί να διορθωθεί ή να θεραπευθεί. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και ιατρικά πλαίσια για να αναφερθεί σε καταστάσεις όπου δεν υπάρχει λύση ή θεραπεία. Στην καθημερινή ομιλία, η λέξη μπορεί να χρησιμοποιείται λιγότερο συχνά από ό,τι σε γραπτό κείμενο.
Η κατάσταση είναι ανεπιστρεπτή και δεν υπάρχει γυρισμός.
El daño causado por el accidente es irremediable.
Η ζημιά που προκλήθηκε από το ατύχημα είναι μη αναστρέψιμη.
Su enfermedad es irremediable, según los médicos.
Η λέξη "irremediable" δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες φράσεις για να περιγράψει ανεπανόρθωτα προβλήματα ή καταστάσεις. Ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα:
Μια ανεπιστρεπτί σχέση μπορεί να οδηγήσει στη μοναξιά.
La decisión de abandonar el proyecto es irremediable.
Η απόφαση να εγκαταλείψουμε το έργο είναι ανεπιστρεπτή.
Las palabras que se dijeron fueron irremediables.
Οι λέξεις που ειπώθηκαν ήταν ανεπιστρεπτες.
Una herida irremediable en el corazón puede ser difícil de olvidar.
Μια ανεπανόρθωτη πληγή στην καρδιά μπορεί να είναι δύσκολο να ξεχαστεί.
El impacto de sus acciones fue irremediable para su carrera.
Η λέξη "irremediable" προέρχεται από το λατινικό "irremediabilis", που σημαίνει "αδύνατο να θεραπευτεί", από τον πρόθημα "ir-" (μη) και "remedium" (θεραπεία, διορθωτικό μέτρο).
Συνώνυμα: - ineludible - irreversible - incurable
Αντώνυμα: - remediable - curable - solucionable