irremediable - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

irremediable (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "irremediable" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: /i.re.meˈðja.βle/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "irremediable" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν μπορεί να διορθωθεί ή να θεραπευθεί. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και ιατρικά πλαίσια για να αναφερθεί σε καταστάσεις όπου δεν υπάρχει λύση ή θεραπεία. Στην καθημερινή ομιλία, η λέξη μπορεί να χρησιμοποιείται λιγότερο συχνά από ό,τι σε γραπτό κείμενο.

Παραδείγματα χρήσης

  1. La situación es irremediable y no hay marcha atrás.
  2. Η κατάσταση είναι ανεπιστρεπτή και δεν υπάρχει γυρισμός.

  3. El daño causado por el accidente es irremediable.

  4. Η ζημιά που προκλήθηκε από το ατύχημα είναι μη αναστρέψιμη.

  5. Su enfermedad es irremediable, según los médicos.

  6. Η ασθένειά του είναι μη θεραπεύσιμη, σύμφωνα με τους γιατρούς.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "irremediable" δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες φράσεις για να περιγράψει ανεπανόρθωτα προβλήματα ή καταστάσεις. Ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα:

  1. Una relación irremediable puede llevar a la soledad.
  2. Μια ανεπιστρεπτί σχέση μπορεί να οδηγήσει στη μοναξιά.

  3. La decisión de abandonar el proyecto es irremediable.

  4. Η απόφαση να εγκαταλείψουμε το έργο είναι ανεπιστρεπτή.

  5. Las palabras que se dijeron fueron irremediables.

  6. Οι λέξεις που ειπώθηκαν ήταν ανεπιστρεπτες.

  7. Una herida irremediable en el corazón puede ser difícil de olvidar.

  8. Μια ανεπανόρθωτη πληγή στην καρδιά μπορεί να είναι δύσκολο να ξεχαστεί.

  9. El impacto de sus acciones fue irremediable para su carrera.

  10. Η επίδραση των ενεργειών του ήταν μη αναστρέψιμη για την καριέρα του.

Ετυμολογία

Η λέξη "irremediable" προέρχεται από το λατινικό "irremediabilis", που σημαίνει "αδύνατο να θεραπευτεί", από τον πρόθημα "ir-" (μη) και "remedium" (θεραπεία, διορθωτικό μέτρο).

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - ineludible - irreversible - incurable

Αντώνυμα: - remediable - curable - solucionable



23-07-2024