irreparable - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

irreparable (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

/irreˈpaɾable/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "irreparable" σημαίνει κάτι που δεν μπορεί να διορθωθεί ή να επισκευαστεί, είτε αυτό αφορά σωματικές βλάβες είτε βλάβες σε σχέσεις ή καταστάσεις. Στα ισπανικά, χρησιμοποιείται σε διάφορα συμφραζόμενα, αλλά κυρίως συγκεντρώνεται γύρω από τη νομική και ιατρική ορολογία. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, και χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό λόγο παρά στον προφορικό.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. La lesión que sufrió fue irreversible y le dejó secuelas irreparables.
  2. Ο τραυματισμός που υπέστη ήταν ανεπανόρθωτος και του άφησε ανεπανόρθωτες συνέπειες.

  3. La confianza se perdió y es irreparable.

  4. Η εμπιστοσύνη χάθηκε και είναι ανεπανόρθωτη.

  5. Los daños causados por el accidente son irreparables.

  6. Οι ζημιές που προκλήθηκαν από το ατύχημα είναι ανεπανόρθωτες.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "irreparable" δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, όμως χρησιμοποιείται σε φράσεις που επεξηγούν καταστάσεις που συνδέονται με ανεπανόρθωτες ζημιές ή βλάβες.

  1. Ha llegado a un punto irreparable en su vida.
  2. Έχει φτάσει σε ένα ανεπανόρθωτο σημείο στη ζωή του.

  3. Las decisiones tomadas fueron irreparables para el futuro.

  4. Οι αποφάσεις που ελήφθησαν ήταν ανεπανόρθωτες για το μέλλον.

  5. La relación se arruinó de forma irreparable.

  6. Η σχέση καταστράφηκε με ανεπανόρθωτο τρόπο.

  7. Los errores cometidos eran irreparables.

  8. Τα λάθη που διαπράχθηκαν ήταν ανεπανόρθωτα.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "irreparable" προέρχεται από το λατινικό "irreparabilis", που αποτελείται από το πρόθεμα "in-" (όχι) και "reparabilis" (επανορθωμένος).

Συνώνυμα και Αντώνυμα



23-07-2024