Επίθετο.
/irreˈpaɾable/
Η λέξη "irreparable" σημαίνει κάτι που δεν μπορεί να διορθωθεί ή να επισκευαστεί, είτε αυτό αφορά σωματικές βλάβες είτε βλάβες σε σχέσεις ή καταστάσεις. Στα ισπανικά, χρησιμοποιείται σε διάφορα συμφραζόμενα, αλλά κυρίως συγκεντρώνεται γύρω από τη νομική και ιατρική ορολογία. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, και χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό λόγο παρά στον προφορικό.
Ο τραυματισμός που υπέστη ήταν ανεπανόρθωτος και του άφησε ανεπανόρθωτες συνέπειες.
La confianza se perdió y es irreparable.
Η εμπιστοσύνη χάθηκε και είναι ανεπανόρθωτη.
Los daños causados por el accidente son irreparables.
Η λέξη "irreparable" δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, όμως χρησιμοποιείται σε φράσεις που επεξηγούν καταστάσεις που συνδέονται με ανεπανόρθωτες ζημιές ή βλάβες.
Έχει φτάσει σε ένα ανεπανόρθωτο σημείο στη ζωή του.
Las decisiones tomadas fueron irreparables para el futuro.
Οι αποφάσεις που ελήφθησαν ήταν ανεπανόρθωτες για το μέλλον.
La relación se arruinó de forma irreparable.
Η σχέση καταστράφηκε με ανεπανόρθωτο τρόπο.
Los errores cometidos eran irreparables.
Η λέξη "irreparable" προέρχεται από το λατινικό "irreparabilis", που αποτελείται από το πρόθεμα "in-" (όχι) και "reparabilis" (επανορθωμένος).
Incurable (μη θεραπευτικός)
Αντώνυμα: