Adjetivo (Επίθετο)
[irepetiˈβle]
Η λέξη "irrepetible" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν μπορεί να επαναληφθεί ή είναι μοναδικό σε κάποιον τομέα. Συνήθως χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και συναντάται πιο συχνά σε λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά κείμενα, όταν αναφέρονται μοναδικές εμπειρίες ή γεγονότα.
Συχνότητα χρήσης: Η λέξη "irrepetible" είναι αρκετά χρησιμοποιούμενη, κυρίως σε περιπτώσεις που τονίζουν τη μοναδικότητα ενός γεγονότος, μιας εμπειρίας ή κάποιου αντικειμένου.
Η εμπειρία ήταν ανεπανάληπτη και θα τη θυμάμαι πάντα.
Ese concierto fue un evento irrepetible en la historia de la música.
Αυτή η συναυλία ήταν ένα ανεπανάληπτο γεγονός στην ιστορία της μουσικής.
Tienes una personalidad irrepetible que encanta a todos.
Η λέξη "irrepetible" δεν είναι τόσο κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αρκετές φράσεις για να δηλώσει τη μοναδικότητα ή τη σπανιότητα:
Μια ανεπανάληπτη στιγμή που δεν θα επαναληφθεί.
Es un talento irrepetible que debemos valorar.
Είναι ένα ανεπανάληπτο ταλέντο που πρέπει να εκτιμήσουμε.
Esa vista es simplemente irrepetible en el mundo.
Αυτή η θέα είναι απλώς ανεπανάληπτη στον κόσμο.
La comida en ese restaurante es irrepetible, no hay otra igual.
Το φαγητό σε αυτό το εστιατόριο είναι ανεπανάληπτο, δεν υπάρχει άλλο ίδιο.
La vida nos ofrece momentos irrepetibles que debemos aprovechar.
Η λέξη "irrepetible" προέρχεται από την σύνθεση του προθέματος "in-" (που δηλώνει άρνηση) και του ρήματος "repetir" (να επαναλαμβάνω), που σημαίνει ότι κάτι δεν μπορεί να επαναληφθεί.
Συνώνυμα: - Único (μοναδικός) - Inigualable (αναντίρρητος)
Αντώνυμα: - Repetible (επαναλαμβανόμενος) - Común (κοινός)