Το "irresistible" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: [i.re.siˈtis.ɪ.βle]
Η λέξη "irresistible" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι πολύ ελκυστικό ή ελκυστική, ώστε να μη μπορεί κανείς να του αντισταθεί. Στη γλώσσα των Ισπανών, χρησιμοποιείται συχνά και είναι δημοφιλής τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
El chocolate es irresistible para mí.
(Η σοκολάτα είναι ακαταμάχητη για μένα.)
Su sonrisa es irresistible y me hace sentir feliz.
(Το χαμόγελό της είναι ακαταμάχητο και με κάνει να αισθάνομαι ευτυχισμένος.)
El perfume tiene un aroma irresistible que atrae a todos.
(Το άρωμα έχει μια ακαταμάχητη μυρωδιά που προσελκύει όλους.)
Η λέξη "irresistible" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Εδώ παρατίθενται μερικές:
Tienes un charme irresistible.
(Έχεις μια ακαταμάχητη γοητεία.)
La oferta era tan irresistible que no pude decir que no.
(Η προσφορά ήταν τόσο ακαταμάχητη που δεν μπορούσα να πω όχι.)
Esa película tiene un argumento irresistible.
(Αυτή η ταινία έχει μια ακαταμάχητη πλοκή.)
Su carisma es irresistible en cualquier reunión.
(Το χάρισμά του είναι ακαταμάχητο σε οποιαδήποτε συνάντηση.)
Los postres en este restaurante son absolutamente irresistibles.
(Τα γλυκά σε αυτό το εστιατόριο είναι απόλυτα ακαταμάχητα.)
El lugar tiene un ambiente irresistible para los turistas.
(Ο τόπος έχει μια ακαταμάχητη ατμόσφαιρα για τους τουρίστες.)
Η λέξη "irresistible" προέρχεται από το λατινικό "irresistibilis", που σημαίνει "αδύνατο να αντισταθεί κανείς". Αποτελείται από το πρόθεμα "ir-" (δεν) και το ρήμα "resistere" (αντιστέκομαι).
Συνώνυμα: - Atractivo - Seductor - Encantador
Αντώνυμα: - Resistible - Rechazable - Desagradable