Irresponsable είναι ένα επίθετο.
[irisponˈθaβle] (στην καστιλιανή προφορά)
Η λέξη irresponsable χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που δεν αναλαμβάνει την ευθύνη για τις πράξεις του ή που δεν ενεργεί με σοβαρότητα όταν χρειάζεται. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη στη γλώσσα των νόμων και στα γενικά, αναφερόμενη σε συμπεριφορές ή ενέργειες που εκδηλώνουν έλλειψη ευθύνης. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, χρησιμοποιείται σε πολλές περιστάσεις, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Ο νεαρός θεωρήθηκε ανεύθυνος διότι δεν εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις του.
Ser irresponsable puede tener graves consecuencias en el trabajo.
Στη ισπανική γλώσσα, η λέξη irresponsable συχνά χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, αναδεικνύοντας τις συνέπειες της ανευθυνότητας.
Δεν μπορείς να είσαι ανεύθυνος όλη σου τη ζωή.
Las decisiones irresponsables suelen traer problemas.
Οι ανεύθυνες αποφάσεις συνήθως φέρνουν προβλήματα.
Actuar de forma irresponsable afecta a los demás.
Η ανεύθυνη συμπεριφορά επηρεάζει τους άλλους.
La irresponsabilidad en el manejo de fondos es inaceptable.
Η λέξη irresponsable προέρχεται από το πρόθεμα "ir-" (που δηλώνει αντίθεση) και τη λέξη "responsable", που σημαίνει «υπεύθυνος». Έτσι, συνδυάζει την έννοια της έλλειψης ευθύνης.
Συνώνυμα: - inconsciente (ασυνείδητος) - negligente (παραμελητικός)
Αντώνυμα: - responsable (υπεύθυνος) - consciente (συνειδητός)