Irreverente είναι επίθετο.
/ireˈβeɾente/
Η λέξη irreverente αναφέρεται σε κάποιον ή κάτι που δείχνει ασέβεια ή έλλειψη σεβασμού προς θεσμούς, παραδόσεις ή αξίες. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει μια συμπεριφορά, μία στάση ή ένα σχόλιο που είναι προκλητικό ή καυστικό, καταπατώντας τους κανόνες που αναγνωρίζονται συνήθως από την κοινωνία.
Στη γλώσσα των Ισπανών, η λέξη χρησιμοποιείται με σημαντική συχνότητα, εν μέρει στην καθημερινή ομιλία και εν μέρει στη γραπτή μορφή. Ιδιαίτερα, μπορεί να χρησιμοποιείται με την έννοια της κριτικής στάσης ή της καλλιτεχνικής ή πολιτικής έκφρασης που αμφισβητεί τα παραδοσιακά αξιώματα.
Su comentario fue muy irreverente en la reunión.
(Το σχόλιό του ήταν πολύ ασέβαστο στη συνάντηση.)
La obra de arte tiene un estilo irreverente que desafía las convenciones.
(Το έργο τέχνης έχει έναν ασέβαστο στυλ που αμφισβητεί τις συμβάσεις.)
A menudo, su actitud irreverente le trae problemas en el trabajo.
(Συχνά, η ασέβαστη στάση του του φέρνει προβλήματα στη δουλειά.)
Η λέξη irreverente μπορεί να βρεθεί σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που τονίζουν την αμφισβήτηση και την προκλητικότητα. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Tener un humor irreverente.
(Να έχεις ένα ασέβαστο χιούμορ.)
Un artista irreverente que desafía todas las normas.
(Ένας ασέβαστος καλλιτέχνης που αμφισβητεί όλους τους κανόνες.)
Comentarios irreverentes que causan polémica.
(Ασέβαστα σχόλια που προκαλούν αντιπαράθεση.)
Su estilo de escritura es irreverente y original.
(Ο τρόπος γραφής του είναι ασέβαστος και πρωτότυπος.)
Un espacio irreverente para la reflexión crítica.
(Ένας ασέβαστος χώρος για κριτική σκέψη.)
Un enfoque irreverente sobre un tema serio.
(Μια ασέβαστη προσέγγιση σε ένα σοβαρό θέμα.)
Η λέξη irreverente προέρχεται από το λατινικό «irreverens», που σημαίνει «χωρίς σεβασμό». Συνδυάζει το πρόθημα «in-» (όχι) με τη λέξη «verere», που σημαίνει «σέβομαι».
Συνώνυμα: - Despectivo (περιφρονητικός) - Insolente (θρασύς)
Αντώνυμα: - Respetuoso (σεβαστός) - Reverente (σεβαστικός)