Irreversible είναι επίθετο.
/ir.eˈver.si.ble/
Η λέξη "irreversible" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν μπορεί να επιστραφεί στην προηγούμενη κατάσταση του, είτε αυτό αφορά νομικά, ιατρικά, είτε τεχνικά ζητήματα. Συχνά χρησιμοποιείται σε γραπτό και προφορικό λόγο, αν και μπορεί να είναι πιο συχνά συναντηθεί σε επιστημονικά ή νομικά κείμενα. Η συχνότητα χρήσης είναι υψηλή σε ειδικά συμφραζόμενα, ειδικότερα στις ιατρικές και νομικές εφαρμογές.
Οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής είναι αμετάκλητες.
La decisión del tribunal fue considerada irreversible.
Η απόφαση του δικαστηρίου θεωρήθηκε αμετάκλητη.
Este proceso químico es irreversibile y no puede ser revertido.
Η λέξη “irreversible” μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
Αμετάκλητα αποτελέσματα στην υγεία.
El daño causado es irreversible.
Η ζημιά που προκλήθηκε είναι ανεπανόρθωτη.
Las pérdidas ambientales son a menudo irreversibles.
Οι περιβαλλοντικές απώλειες είναι συχνά ανεπανόρθωτες.
La adicción puede llevar a un estado irreversible.
Η εξάρτηση μπορεί να οδηγήσει σε μια αμετάκλητη κατάσταση.
El proceso de envejecimiento es irreversible.
Η διαδικασία του γήρατος είναι αμετάκλητη.
Una vez que se rompe la confianza, el daño es irreversible.
Η λέξη "irreversible" προέρχεται από το λατινικό “irreversibilis”, που σχηματίζεται από το “in-” (ακόμη, όχι) και “reversibilis” (αναστρέψιμος).
Συνώνυμα: - Ametálico - Arepeatable
Αντώνυμα: - Reversible - Anulable