Το "irrevocable" είναι επίθετο.
/ir.eˈβo.ka.βle/
Η λέξη "irrevocable" σημαίνει κάτι που δεν μπορεί να αλλάξει ή να ανατραπεί. Χρησιμοποιείται συχνά σε επίσημα ή νομικά κείμενα για να δηλώσει ότι μια απόφαση, συμφωνία ή κατάσταση είναι οριστική. Η συχνότητα χρήσης είναι σχετικά υψηλή, κυρίως σε γραπτά κείμενα, όπως νομικά έγγραφα, οικονομικές συμβάσεις και επίσημες ανακοινώσεις.
Η απόφαση του δικαστηρίου είναι αμετάκλητη.
Firmamos un contrato irrevocable con la empresa.
Το "irrevocable" χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σχετικές με νομικά ή οικονομικά ζητήματα.
Ένα ανεκχώρητο συμφωνητικό είναι θεμελιώδες για τη σταθερότητα της εταιρείας.
La firma de este documento crea obligaciones irrevocables.
Η υπογραφή αυτού του εγγράφου δημιουργεί ανεκχώρητες υποχρεώσεις.
Las acciones que tomamos son irrevocables y tendrán consecuencias.
Η λέξη "irrevocable" προέρχεται από τη λατινική λέξη "irrevocabilis", που σημαίνει "αδύνατο να ανακληθεί". Αποτελείται από το πρόθεμα "in-" (που δηλώνει άρνηση) και "revocabilis" (ανακλητός).
Συνώνυμα: - Anulable (ανακλητός) - Inalterable (απαραβίαστος)
Αντώνυμα: - Revocable (ανακλητός) - Cambiable (αλλαγίσιμος)