irrevocable - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

irrevocable (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "irrevocable" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

/ir.eˈβo.ka.βle/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση της λέξης

Η λέξη "irrevocable" σημαίνει κάτι που δεν μπορεί να αλλάξει ή να ανατραπεί. Χρησιμοποιείται συχνά σε επίσημα ή νομικά κείμενα για να δηλώσει ότι μια απόφαση, συμφωνία ή κατάσταση είναι οριστική. Η συχνότητα χρήσης είναι σχετικά υψηλή, κυρίως σε γραπτά κείμενα, όπως νομικά έγγραφα, οικονομικές συμβάσεις και επίσημες ανακοινώσεις.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. La decisión del tribunal es irrevocable.
  2. Η απόφαση του δικαστηρίου είναι αμετάκλητη.

  3. Firmamos un contrato irrevocable con la empresa.

  4. Υπογράψαμε έναν ανεκχώρητο συμβόλαιο με την εταιρεία.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Το "irrevocable" χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σχετικές με νομικά ή οικονομικά ζητήματα.

  1. Un acuerdo irrevocable es fundamental para la estabilidad de la empresa.
  2. Ένα ανεκχώρητο συμφωνητικό είναι θεμελιώδες για τη σταθερότητα της εταιρείας.

  3. La firma de este documento crea obligaciones irrevocables.

  4. Η υπογραφή αυτού του εγγράφου δημιουργεί ανεκχώρητες υποχρεώσεις.

  5. Las acciones que tomamos son irrevocables y tendrán consecuencias.

  6. Οι ενέργειες που κάναμε είναι μη αναστρέψιμες και θα έχουν συνέπειες.

Ετυμολογία

Η λέξη "irrevocable" προέρχεται από τη λατινική λέξη "irrevocabilis", που σημαίνει "αδύνατο να ανακληθεί". Αποτελείται από το πρόθεμα "in-" (που δηλώνει άρνηση) και "revocabilis" (ανακλητός).

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Anulable (ανακλητός) - Inalterable (απαραβίαστος)

Αντώνυμα: - Revocable (ανακλητός) - Cambiable (αλλαγίσιμος)



23-07-2024