Irritable είναι επίθετο.
[ˈɪr.ɪ.tə.bəl]
Η λέξη irritable αναφέρεται σε κάποιον που εύκολα αναστατώνεται ή θυμώνει. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται για να περιγράψει συμπεριφορές ή καταστάσεις που σχετίζονται με την ευερεθιστότητα. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, και χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο, όπως και σε ψυχιατρική ή ιατρική αναφορά.
Él es una persona muy irritable cuando está cansado.
(Αυτός είναι πολύ ενοχλητικός όταν είναι κουρασμένος.)
La medicación puede hacer que algunas personas se sientan más irritables.
(Η φαρμακευτική αγωγή μπορεί να κάνει μερικούς ανθρώπους να αισθάνονται πιο ευερέθιστους.)
El clima caluroso puede hacernos más irritables.
(Η ζεστή θερμοκρασία μπορεί να μας κάνει πιο ενοχλητικούς.)
Η λέξη irritable χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:
Estar irritable y a la defensiva.
(Να είσαι ενοχλητικός και σε άμυνα.)
Σημαίνει ότι κάποιος είναι ευερέθιστος και αντιδρά προστατευτικά.
Tener un humor irritable.
(Να έχεις ενοχλητική διάθεση.)
Αναφέρεται σε κάποιον που συχνά είναι κακόκεφος ή ευερέθιστος.
Ser un compañero irritable.
(Να είσαι ένας ενοχλητικός συνεργάτης.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον στη δουλειά που προκαλεί εντάσεις.
Evitar situaciones que lo hacen más irritable.
(Να αποφεύγεις καταστάσεις που το κάνουν πιο ενοχλητικό.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποια στρατηγική αυτοφροντίδας.
La falta de sueño puede hacerlo irritable.
(Η έλλειψη ύπνου μπορεί να τον κάνει ενοχλητικό.)
Αυτό εκφράζει τη σχέση μεταξύ φυσικής κατάστασης και ψυχολογικής διάθεσης.
Η λέξη irritable προέρχεται από το λατινικό "irritabilis", που σημαίνει "εκείνον που μπορεί να ενοχληθεί". Συνδέεται με την αγγλική λέξη "irritate", που σημαίνει ενοχλώ ή προκαλώ θυμό.
Συνώνυμα:
- Enojo
- Agresivo
Αντώνυμα:
- Tranquilo
- Pacífico