Το "irritante" είναι ουσιαστικό και επίθετο.
/i.riˈta.nte/
Η λέξη "irritante" αναφέρεται σε κάτι που προκαλεί ενοχλήσεις ή ερεθισμούς. Χρησιμοποιείται σε διάφορα πλαίσια, όπως στην ιατρική, περιγράφοντας ουσίες ή καταστάσεις που προκαλούν ερεθισμούς στο δέρμα ή στους βλεννογόνους. Στη γενική γλώσσα, μπορεί να αναφέρεται σε ανθρώπους ή καταστάσεις που προκαλούν ενοχλήσεις. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, με την τάση να χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο.
El polen es un irritante para muchas personas.
(Η γύρη είναι ένας ερεθιστικός παράγοντας για πολλούς ανθρώπους.)
Su comportamiento irritante me pone de mal humor.
(Η ενοχλητική του συμπεριφορά με βάζει σε κακή διάθεση.)
La crema contiene ingredientes irritantes que pueden causar alergias.
(Η κρέμα περιέχει ερεθιστικά συστατικά που μπορούν να προκαλέσουν αλλεργίες.)
Εδώ είναι μερικές ιδιωματικές εκφράσεις που περιέχουν τη λέξη "irritante":
Es un irritante constante en mi vida.
(Είναι μια διαρκής ενοχλητική παρουσία στη ζωή μου.)
Su risa irritante me vuelve loco.
(Το ενοχλητικό του γέλιο με τρελαίνει.)
No puedo soportar este ruido irritante.
(Δεν μπορώ να αντέξω αυτόν τον ενοχλητικό θόρυβο.)
Tener un compañero irritante puede afectar tu productividad.
(Η ύπαρξη ενός ενοχλητικού συναδέλφου μπορεί να επηρεάσει την παραγωγικότητά σου.)
Η λέξη "irritante" προέρχεται από το λατινικό "irritans", που σημαίνει "που προκαλεί", από το ρήμα "irritare", το οποίο σημαίνει "να ερεθίσει ή να προκαλέσει".
Συνώνυμα: - e irritativo (ερεθιστικός) - molesto (ενοχλητικός)
Αντώνυμα: - calmante (ηρεμιστικός) - placentero (ευχάριστος)